Τι σημαίνει το gasoline στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gasoline στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gasoline στο Αγγλικά.

Η λέξη gasoline στο Αγγλικά σημαίνει βενζίνη, αέριο, γκάζι, βενζίνη, αέρια, αέρια, γκάζι, φίνος, φλυαρώ, πολυλογώ, σκοτώνω με δηλητηριώδες αέριο, καψαλίζω, καίω, επιτίθεμαι με χημικά αέρια, βενζινοκινητήρας, βενζινοπώλης, φόρος κατανάλωσης καυσίμων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gasoline

βενζίνη

noun (vehicle fuel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It smelled like gasoline in the garage. Tim ran out of petrol and had to call the breakdown company.

αέριο

noun (chemical vapor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The volcano emitted a lot of poisonous gas.
Το ηφαίστειο έβγαζε πολλά δηλητηριώδη αέρια.

γκάζι

noun (fuel for cooking, heating)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Erin bought a container of gas for the camp stove.
Η Έριν αγόρασε μία φιάλη γκάζι για την κουζίνα της κατασκήνωσης.

βενζίνη

noun (US, colloquial, abbreviation (gasoline: petrol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John put some twenty dollars' worth of gas into his truck.
Ο Τζον έβαλε περίπου είκοσι δολάρια βενζίνη στο φορτηγό του.

αέρια

noun (US, informal (wind: fart, flatulence) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Jack passed gas in class by accident.
Ο Τζακ άφησε κατά λάθος αέρια την ώρα του μαθήματος.

αέρια

noun (US (wind: intestinal gas pains) (μτφ: στο έντερο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Erin had terrible gas that kept her up all night.
Η Έριν είχε πολλά αέρια που την κράτησαν ξύπνια όλη τη νύχτα.

γκάζι

noun (US, informal (accelerator)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The driver stepped on the gas and passed the truck.
Ο οδηγός πάτησε το γκάζι και πέρασε το φορτηγό.

φίνος

noun (dated, slang ([sth] funny or fun) (αργκό, παλαιό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joe's party was a gas. You should have come!

φλυαρώ, πολυλογώ

intransitive verb (slang (chat, talk at length)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stop gassing and get back to work!
Κόψε το μπλα-μπλα και γύρνα στη δουλειά!

σκοτώνω με δηλητηριώδες αέριο

transitive verb (kill with fumes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The despot gassed his political enemies.

καψαλίζω, καίω

transitive verb (singe fibers)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred gassed the fibers off the cloth.

επιτίθεμαι με χημικά αέρια

transitive verb (attack with gas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The enemy gassed our troops.

βενζινοκινητήρας

noun (motor that runs on petrol)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The gasoline engines in cars are one of the causes of global warming. Our lawn mower has a petrol engine.

βενζινοπώλης

noun (person who works gas pumps)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Self service has made gasoline pump attendants a thing of the past.

φόρος κατανάλωσης καυσίμων

noun (US (fuel duty, petrol tax)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Raising the gasoline tax would be a great way to reduce our dependence on foreign oil.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gasoline στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.