Τι σημαίνει το fuel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fuel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fuel στο Αγγλικά.

Η λέξη fuel στο Αγγλικά σημαίνει καύσιμο, καύσιμο, τροφοδοτώ, τροφοδοτώ, βάζω καύσιμα, παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια, τρέφομαι, τρώω, βάζω βενζίνη, ρίχνω λάδι στην φωτιά, ντίζελ, ορυκτό καύσιμο, εύκαμπτη δεξαμενή καυσίμου, κυψέλη καυσίμου, κατανάλωση καυσίμου, οικονομικός στην κατανάλωση καυσίμου, καύσιμο αέριο, έγχυση καυσίμου, καυσιμέλαιο, αντλία καυσίμου, ντεπόζιτο, μπεκ, καύσιμο αεριοπροωθουμένων, ακατέργαστο καύσιμο, καύσιμο πυραύλων, σκληρό ποτό, τονωτικό ποτό, είδος παραισθησιογόνου ουσίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fuel

καύσιμο

noun (oil, gas) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The car ran out of fuel in the middle of nowhere.
Το αυτοκίνητο έμεινε από καύσιμα στη μέση του πουθενά.

καύσιμο

noun (for energy) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mine produced fuel for the coal power plant.
Το ορυχείο παρήγαγε καύσιμη ύλη για το θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο.

τροφοδοτώ

transitive verb (add energy to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John fueled the fire with some more charcoal.
Ο Τζον τροφοδότησε τη φωτιά με λίγα ακόμα κάρβουνα.

τροφοδοτώ

transitive verb (figurative (argument, debate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Financial problems fueled the argument between Mary and Kyle.
Τα οικονομικά προβλήματα πυροδότησαν τον καυγά ανάμεσα στην Μαίρη και τον Κάιλ.

βάζω καύσιμα

intransitive verb (add fuel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When Nate was finished fueling, he checked the tires.

παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια

transitive verb (figurative (give steady source)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sunlight fuels almost all life on earth.

τρέφομαι, τρώω

phrasal verb, intransitive (US, slang, figurative (eat, nourish oneself)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You need to fuel up for the big day ahead of you, so you'd better finish your breakfast.

βάζω βενζίνη

phrasal verb, intransitive (US, slang (fill fuel tank on vehicle) (σε όχημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The explosion was caused by the fashion models, who were smoking while fueling up their car.

ρίχνω λάδι στην φωτιά

verbal expression (figurative (exacerbate the issue)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Shouting at angry pupils is only likely to add fuel to the fire.

ντίζελ

noun (fuel used in diesel engine)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The truck runs on diesel fuel.

ορυκτό καύσιμο

noun (fuel from organic remains)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Coal, oil, and natural gas are the principal fossil fuels.
Το κάρβουνο, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι τα βασικά ορυκτά καύσιμα.

εύκαμπτη δεξαμενή καυσίμου

noun (boat: type of storage tank)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυψέλη καυσίμου

(physics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατανάλωση καυσίμου

noun (use of fuel)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Low fuel consumption is an essential requirement for many car buyers.

οικονομικός στην κατανάλωση καυσίμου

adjective (using minimal fuel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A high-speed rail network is a more fuel-efficient alternative.

καύσιμο αέριο

noun (gas burned to generate power)

έγχυση καυσίμου

(mechanics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καυσιμέλαιο

noun (combustible oil used for power)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Leftover cooking oil can be converted into fuel oil.

αντλία καυσίμου

noun (engine part) (μηχανή εσωτερικής καύσης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My car doesn't run because the fuel pump is broken.

ντεπόζιτο

noun (vehicle's petrol storage container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
An explosion may occur if the fuel tank ruptures.

μπεκ

noun (engine's fuel-injecting mechanism)

καύσιμο αεριοπροωθουμένων

noun (fuel for fast plane)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jet fuel was pumped into the aircraft.

ακατέργαστο καύσιμο

noun (unprocessed substance used as energy)

καύσιμο πυραύλων

noun ([sth] that propels rockets)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σκληρό ποτό

noun (figurative, informal (highly alcoholic spirits)

τονωτικό ποτό

noun (figurative, informal (energizing drink)

είδος παραισθησιογόνου ουσίας

noun (slang (hallucinogenic drug)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fuel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fuel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.