Τι σημαίνει το gestion στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gestion στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gestion στο Γαλλικά.

Η λέξη gestion στο Γαλλικά σημαίνει διοίκηση, διαχείριση, διοίκηση επιχειρήσεων, διαχείριση, διοίκηση, χειρισμός, επιχειρηματικές δραστηριότητες, διοίκηση, διακυβέρνηση, διακυβέρνηση, διεύθυνση, σύστημα υποστήριξης διοίκησης, δασολογία, τραπεζικός τομέας, κακοδιαχείριση, κακοδιοίκηση, κακοδιοίκηση, κακοδιαχείριση, καλή διοίκηση, επιτυχημένη διοίκηση, διοίκηση/διαχείριση από κοινού, ρύθμιση της κυκλοφορίας, διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, διοίκηση επιχειρήσεων, διοίκηση επιχειρήσεων, διαχείριση κρίσεων, διαχείριση χρόνου, έλεγχος πρόσβασης, διαχείριση συμπεριφοράς, Διοίκηση Επιχειρησιακών Διεργασιών, διαχείριση καριέρας, διαχείριση σταδιοδρομίας, διαχείριση φορτίου, <div>λογισμικό διαχείρισης βάσης δεδομένων</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, διαχείριση γνώσης, διαχείριση προσγειώσεων, διοίκηση συστημάτος εφοδιασμού, εκπαιδευτικό πρόγραμμα για θέματα διαχείρισης, διαχείριση χρημάτων, διαχείριση οικονομικών, διαχείριση έργου, διαχείριση ακινήτων, διαχείριση ποιότητας, διαχείριση εσόδων, διαχείριση άγχους, διαχείριση στρες, διαχείριση ομάδας, στιβαρή επιχείρηση, προμήθεια υπηρεσιών, διαχείριση αποβλήτων, διαχείριση των υδάτων, συμβουλευτική υπηρεσία διαχείρισης περιουσίας, δημοσιονομικός ελεγκτής, δημοσιονομική ελέγκτρια, ευέλικτος λογαριασμός δαπανών, επιχειρησιακές σπουδές, διοίκηση προσωπικού, διαχείριση προσωπικού, διαχείριση επιδόσεων, κακομεταχείριση, έξοδα διαχείρισης, σπουδές διοίκησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gestion

διοίκηση

(de personnes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gestion d'une équipe de cent personnes peut s'avérer fatigante.
Η διοίκηση μιας ομάδας εκατό ατόμων μπορεί να είναι κουραστική.

διαχείριση

nom féminin (prise en compte) (ενέργεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sa gestion du problème était exemplaire.
Η διαχείριση του θέματος από μέρους του ήταν υποδειγματική.

διοίκηση επιχειρήσεων

nom féminin (études)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'étudiant en MBA a reçu son diplôme en gestion.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήρε πτυχίο στo management.

διαχείριση, διοίκηση

(entreprise)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gestion d'une entreprise familiale peut être un travail difficile.
Η διοίκηση μιας οικογενειακής επιχείρησης μπορεί να είναι δύσκολη υπόθεση.

χειρισμός

(d'une opération, projet, problème)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le chef de Diana n'a pas approuvé sa gestion de la situation.
Ο μάνατζερ της Ντάνα δεν επικροτούσε τον τρόπο που εκείνη χειρίστηκε την κατάσταση.

επιχειρηματικές δραστηριότητες

nom féminin

Nous assurons la gestion de notre entreprise depuis notre siège social de Londres.
Διευθύνουμε τις δραστηριότητες της εταιρείας από τα κεντρικά μας στο Λονδίνο.

διοίκηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'administration traitera du problème avec la direction.
Η διοίκηση θα συζητήσει το θέμα με το διοικητικό συμβούλιο.

διακυβέρνηση

(vieilli : action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διακυβέρνηση

(d'un pays)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gouvernance effective d'un pays repose sur la vigilance de ses citoyens.
Η καλή διακυβέρνηση χρειάζεται πολίτες που είναι σε εγρήγορση.

διεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sous la direction de Karen, les profits de la société ont grimpé en flèche.
Υπό τη διεύθυνση της Κάρεν, τα κέρδη της εταιρείας εκτοξεύτηκαν.

σύστημα υποστήριξης διοίκησης

(abréviation de : Management du Système d'Information)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ils ont embauché un nouveau technicien pour gérer le MSI.
Προσέλαβαν ένα νέο τεχνικό για να τρέξει το σύστημα υποστήριξης διοίκησης.

δασολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τραπεζικός τομέας

La banque est un secteur en difficulté actuellement.

κακοδιαχείριση, κακοδιοίκηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κακοδιοίκηση, κακοδιαχείριση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή διοίκηση, επιτυχημένη διοίκηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διοίκηση/διαχείριση από κοινού

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρύθμιση της κυκλοφορίας

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαχείριση περιουσιακών στοιχείων

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διοίκηση επιχειρήσεων

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διοίκηση επιχειρήσεων

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαχείριση κρίσεων

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gestion des risques est un processus d'évaluation des risques et de mise en place de mesures visant à les éliminer ou à les réduire.

διαχείριση χρόνου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je n'ai pas fini le travail à temps à cause d'une mauvaise gestion du temps.

έλεγχος πρόσβασης

nom féminin (informatique) (πληροφορική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cet éditeur propose une suite complète pour la gestion des droits d'accès aux applications sensibles de l'entreprise.

διαχείριση συμπεριφοράς

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
« Le temps de retrait » est une technique utilisée dans la gestion du comportement.

Διοίκηση Επιχειρησιακών Διεργασιών

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση καριέρας, διαχείριση σταδιοδρομίας

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dans notre entreprise, la gestion des carrières est confiée au DRH.

διαχείριση φορτίου

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div>λογισμικό διαχείρισης βάσης δεδομένων</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

nom masculin (logiciel)

διαχείριση γνώσης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση προσγειώσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διοίκηση συστημάτος εφοδιασμού

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκπαιδευτικό πρόγραμμα για θέματα διαχείρισης

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαχείριση χρημάτων, διαχείριση οικονομικών

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαχείριση έργου

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Robert suit un cours de gestion de projet.

διαχείριση ακινήτων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση ποιότητας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση εσόδων

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση άγχους, διαχείριση στρες

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση ομάδας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στιβαρή επιχείρηση

nom féminin

προμήθεια υπηρεσιών

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση αποβλήτων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση των υδάτων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμβουλευτική υπηρεσία διαχείρισης περιουσίας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δημοσιονομικός ελεγκτής, δημοσιονομική ελέγκτρια

ευέλικτος λογαριασμός δαπανών

nom masculin (Can, équivalent)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιχειρησιακές σπουδές

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Je voulais faire des études en économie mais j'ai fini avec un diplôme en gestion des entreprises.

διοίκηση προσωπικού, διαχείριση προσωπικού

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση επιδόσεων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κακομεταχείριση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξοδα διαχείρισης

nom masculin pluriel

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σπουδές διοίκησης

nom féminin pluriel

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gestion στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.