Τι σημαίνει το politique στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης politique στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του politique στο Γαλλικά.

Η λέξη politique στο Γαλλικά σημαίνει πολιτικός, πολιτική, πολιτικός, πολιτικός, πολιτικός, πολιτική, σύνολο σχέσεων μεταξύ των μελών της κοινωνίας, οδηγίες, πολιτική γραμμή, επανέναρξη, τιμολόγηση, θατσερισμός, κοινωνικοπολιτικός, με πολιτικό κίνητρο, πολιτικό σώμα, έμπειρος άντρας, πολίτευμα, αρχηγοκεντρισμός, πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα, πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα, πολιτικός, πολιτική μη ανάμειξης, πολιτική μη επέμβασης, πολιτική ανοικτών θυρών, πολιτικός, εξωτερική πολιτική, τακτική ελεύθερης προσπέλασης, τεχνοκράτης, τεχνοκράτισσα, πολιτικός αρχηγός, πολιτικός κρατούμενος, πολιτική επιστήμη, στρατηγική καμμένης γης, κοινωνική πρόνοια, κόμμα, εσωτερική πολιτική, λασπολογία, κιτρινολογία, πολιτική υγείας, πολιτική πειθαρχία, πολιτική γελοιογραφία, πολιτική ιστορία, πολιτικό φάσμα, πολιτική σκηνή, πολιτική αναταραχή, πολιτική αναταραχή, πολιτική ορθότητα, πολιτικός ελιγμός, PAC, πολιτικός χάρτης, εταιρική πολιτική, έμπειρη γυναίκα, πολιτικό φάσμα, ακολουθώ πολιτική στρουθοκαμήλου, ακολουθώ τακτική στρουθοκαμήλου, εφαρμόζω πολιτική στρουθοκαμήλου, βουλευτικός ειδήμων, κόμμα, κατήχηση, πολιτικό άσυλο, δημόσια πολιτική, ανήθικος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης politique

πολιτικός

adjectif (πολιτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a une réunion politique là-dedans.
Κάποια πολιτική συνάντηση γίνεται εκεί μέσα.

πολιτική

nom féminin (mesures,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est contre la politique de l'entreprise de sortir avec un collègue.
Είναι ενάντια στην πολιτική της εταιρείας να έχει κανείς σχέση με συνάδελφο.

πολιτικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le comité était constitué d'hommes politiques.

πολιτικός

(κάποιος που εργάζεται στον χώρο της πολιτικής)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Les hommes politiques (or: politiciens) prétendent avoir des solutions à tous les problèmes.
Οι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι έχουν τη λύση για όλα.

πολιτικός

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Le maire n'a pas été un homme politique adroit en s'opposant au conseil.
Ο δήμαρχος αποδείχθηκε κακός πολιτικός στην αντιπαράθεσή του με το συμβούλιο.

πολιτική

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La politique nationale est différente de la politique internationale.

σύνολο σχέσεων μεταξύ των μελών της κοινωνίας

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οδηγίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Les lignes directrices du projet n'étaient pas très claires et Amy a dû deviner ce qu'il fallait faire.
Οι οδηγίες για την εργασία δεν ήταν πολύ ξεκάθαρες και έτσι η Έιμι έπρεπε να κάνει υποθέσεις.

πολιτική γραμμή

locution adjectivale

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le gouverneur prend les décisions de politique.
Ο Κυβερνήτης παίρνει αποφάσεις σχετικά με την πολιτική.

επανέναρξη

(débat, discussion,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τιμολόγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θατσερισμός

(Politique britannique)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινωνικοπολιτικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με πολιτικό κίνητρο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il s'agit très clairement d'une chaîne à caractère politique.

πολιτικό σώμα

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έμπειρος άντρας

nom masculin

πολίτευμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρχηγοκεντρισμός

nom féminin (πολιτική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα

πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα

πολιτικός

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολιτική μη ανάμειξης, πολιτική μη επέμβασης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Quand les riverains sont face à un crime, la police leur conseille d'adopter une politique de non-intervention.

πολιτική ανοικτών θυρών

nom féminin (Politique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mon chef pratique la politique de la porte ouverte : il veut que ses employés soient à l'aise et viennent lui parler à tout moment.

πολιτικός

locution verbale

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Simpson a continué à avoir la politique dans le sang en étant actif dans le parti communiste.

εξωτερική πολιτική

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Au vu des récents évènements, nous allons devoir reconsidérer notre politique étrangère (or: politique extérieure).

τακτική ελεύθερης προσπέλασης

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon patron pratique la politique de la porte ouverte.

τεχνοκράτης, τεχνοκράτισσα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Οι τεχνοκράτες καλούν την κυβέρνηση να μην προβεί στη σχεδιαζόμενη αύξηση του φόρου καυσίμων.

πολιτικός αρχηγός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολιτικός κρατούμενος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πολιτική επιστήμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je détestais les cours de science politique jusqu'à ce que j'entre à l'université.

στρατηγική καμμένης γης

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινωνική πρόνοια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόμμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εσωτερική πολιτική

nom féminin

λασπολογία, κιτρινολογία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολιτική υγείας

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολιτική πειθαρχία

nom féminin

πολιτική γελοιογραφία

nom féminin

Ma mère, une mordue de politique, lisait toutes les caricatures politiques qu'elle pouvait trouver.

πολιτική ιστορία

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολιτικό φάσμα

nom masculin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette élection compte des candidats venant de tout l'échiquier politique, de l'extrême gauche à l'extrême droite.

πολιτική σκηνή

nom féminin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολιτική αναταραχή

nom masculin

πολιτική αναταραχή

nom masculin

πολιτική ορθότητα

nom masculin

πολιτικός ελιγμός

nom féminin

PAC

nom masculin (Politique américaine)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πολιτικός χάρτης

nom féminin (géographie)

εταιρική πολιτική

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έμπειρη γυναίκα

nom masculin

πολιτικό φάσμα

nom masculin

Il y a un consensus dans le paysage politique sur la nécessité d'agir contre les terroristes.
Υπάρχει συμφωνία σε όλο το πολιτικό φάσμα σχετικά με την ανάγκη να παρθούν μέτρα κατά των τρομοκρατών.

ακολουθώ πολιτική στρουθοκαμήλου, ακολουθώ τακτική στρουθοκαμήλου, εφαρμόζω πολιτική στρουθοκαμήλου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En ignorant la marée noire, le gouverneur s'est fait une réputation d'adepte de la politique de l'autruche.
Ο κυβερνήτης κατηγορήθηκε ότι ακολουθεί πολιτική στρουθοκαμήλου επειδή αγνόησε την πετρελαιοκηλίδα.

βουλευτικός ειδήμων

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κόμμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατήχηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολιτικό άσυλο

nom masculin

δημόσια πολιτική

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le chapitre de ce livre couvre l'effet de la politique publique sur les affaires.
Αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στην επιρροή που ασκεί η δημόσια πολιτική στις επιχειρήσεις.

ανήθικος

nom masculin (figuré, politique)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce n'est qu'un politicien vendu, juste là pour l'argent et le pouvoir : il ferait n'importe quoi pour obtenir des voix.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του politique στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του politique

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.