Τι σημαίνει το conduite στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conduite στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conduite στο Γαλλικά.

Η λέξη conduite στο Γαλλικά σημαίνει οδηγώ, άγω, μεταφέρω, οδηγώ, πηγαίνω, οδηγώ, οδηγώ, καθοδηγώ, οδηγώ, μεταφέρω, προεδρεύω, πάω κπ κάπου με το αυτοκίνητο, οδηγώ, πηγαίνω με το αυτοκίνητο, πηγαίνω, πάω, οδηγώ, οδηγώ, μεταφέρω, μεταφέρω, οδηγώ, καθοδηγώ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, συνοδεύω, οδήγηση, οδήγηση, χειρίζομαι, συνοδεύω, προκύπτω, ηγούμαι, διαγωγή, συμπεριφορά, drive, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, οδήγηση, αγωγός, συμπεριφορά, διαγωγή, συμπεριφορά, διαγωγή, χειρισμός, οδηγία, πηγαίνω κπ σε κτ, οδηγώ, άδεια οδήγησης για την οποία δεν έχουν καταγραφεί παραβάσεις, εξεταστής σε εξετάσεις οδήγησης, εξετάσεις για δίπλωμα, κακομαθαίνω τον εαυτό μου, συμπεριφέρομαι καλά, συμπεριφέρομαι σωστά, οδηγώ σε κτ, άδεια οδήγησης, κλήση λόγω οδήγησης υπό την επήρεια, πρόστιμο γιατί οδηγούσα μεθυσμένος, καβαλάω μηχανή, κωπηλατώ, πηγαίνω με μηχανάκι, πηγαίνω, πάω, πηγαίνω κπ σε κτ, πάω κπ σε κτ, -, είμαι ... στην οδήγηση, οδηγώ πάνω σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conduite

οδηγώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne peux pas encore conduire. Je n'ai que 15 ans.
Δεν μπορώ να οδηγήσω ακόμα. Είμαι μόνο 15 χρονών.

άγω, μεταφέρω

(l'électricité) (στη φυσική: φέρω, μεταδίδω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les fils conduisent l'électricité.
Το νερό είναι αγωγός του ήχου.

οδηγώ

verbe transitif (un véhicule)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ça te dirait de conduire ma nouvelle voiture ?
Θέλεις να οδηγήσεις το καινούριο μου αυτοκίνητο;

πηγαίνω

(emmener : une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je vais être en retard au spectacle à moins que tu m'y conduises.
Θα αργήσω στην παράσταση εκτός αν με πας με το αυτοκίνητο.

οδηγώ

verbe intransitif (Danse) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne connais pas cette danse. Vous devrez conduire.
Δεν ξέρω αυτό τον χορό. Θα πρέπει να οδηγήσεις.

οδηγώ

verbe transitif (Danse) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En danse, l'un conduit et l'autre suit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οδήγησε με χάρη την παρτενέρ του στο βαλς.

καθοδηγώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le guide touristique conduit les visiteurs dans toute la ville.
Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη.

οδηγώ, μεταφέρω

verbe transitif (guider)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le policier a conduit (or: accompagné) le prisonnier dans sa cellule.
Ο υπάλληλος οδήγησε τον κρατούμενο στο κελί του.

προεδρεύω

verbe transitif (une réunion) (σε συνεδρίαση κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a dirigé (or: conduit) la réunion, personne d'autre ne souhaitant le faire.
Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε.

πάω κπ κάπου με το αυτοκίνητο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais te conduire à l'aéroport.

οδηγώ

(une voiture, une moto) (κινούμε ή δίνω κατεύθυνση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mick conduisait la voiture dans des chemins de campagne.
Ο Μικ οδηγούσε το αμάξι στα μονοπάτια της υπαίθρου.

πηγαίνω με το αυτοκίνητο

verbe transitif (κπ κάπου ή σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ellen a conduit son ami à l'autre bout de la ville pour qu'il puisse prendre son train. Le père de l'adolescente en avait assez de conduire sa fille à toutes les fêtes de ses amis.

πηγαίνω, πάω

verbe transitif (κάποιον κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma mère m'a conduit au centre commercial avec mes amis.

οδηγώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'homme qui conduisait la berline noire était grand et portait des lunettes noires.

οδηγώ

(κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons été conduits à nos places par des bénévoles étudiants.
Μας οδήγησαν στις θέσεις μας εθελοντές μαθητές.

μεταφέρω

verbe transitif (με αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'ai pas le permis, alors c'est ma femme qui conduit nos filles adolescentes chez leurs copines.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν ξέρω να οδηγώ κι έτσι η γυναίκα μου είναι εκείνη που μεταφέρει τις έφηβες κόρες μας σε διάφορα μέρη.

μεταφέρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mère de Mike le conduisait à toutes ses activités.

οδηγώ, καθοδηγώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les gens de la région vous conduiront dans la forêt en toute sécurité.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les tanks ont conduit (or: ont poussé) l'infanterie ennemie à s'enfuir.

συνοδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'assistant a conduit (or: mené) le visiteur au bureau du patron.

οδήγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La conduite est un atout pouvant s'avérer très utile.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η οδήγηση τη νύχτα μπορεί να γίνει επικίνδυνη.

οδήγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χειρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Αντρέα χειρίζεται ένα περονοφόρο στη δουλειά.

συνοδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκύπτω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ses mensonges ont donné lieu (or: ont conduit) à son licenciement de la société.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα ψέματά του ήταν η αιτία της αποπομπής τους από την εταιρεία και, τελικά, της όλης κατάστασης στην οποία οδηγηθήκαμε.

ηγούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Logan fut désigné pour mener le nouveau projet au sein du département marketing.

διαγωγή, συμπεριφορά

(éducation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Votre conduite est inacceptable.
Η διαγωγή σου είναι απαράδεκτη.

drive

nom féminin (vitesse d'un boîtier automatique) (κιβώτιο ταχυτήτων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Passe du point mort au mode conduite et lâche le frein.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

nom féminin (Théâtre)

οδήγηση

(voiture, vélo) (όχημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grâce à la conduite experte de Rachel, le bateau est arrivé au port sans encombre.
Χάρη στην άριστη πλοήγηση της Ρέιτσελ, το σκάφος μπήκε με ασφάλεια στο λιμάνι.

αγωγός

nom féminin (gros tuyau)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Comme elle était bouchée, la conduite d'égout a refoulé.
Ο αγωγός της αποχέτευσης έφραξε και ξεχείλισε.

συμπεριφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Leur comportement suggérait qu'ils étaient très contrariés.
Η συμπεριφορά τους υποδήλωνε πως ήταν πολύ αναστατωμένοι.

διαγωγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il faut être conscient de son comportement et de la bienséance à tout moment.

συμπεριφορά, διαγωγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son comportement semble empirer lorsqu'il y a des visiteurs.
Φαίνεται ότι η συμπεριφορά (or: διαγωγή) του χειροτερεύει όταν έρχονται επισκέπτες.

χειρισμός

(d'une opération, projet, problème)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le chef de Diana n'a pas approuvé sa gestion de la situation.
Ο μάνατζερ της Ντάνα δεν επικροτούσε τον τρόπο που εκείνη χειρίστηκε την κατάσταση.

οδηγία

(συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο Τζιμ έπρεπε να σταματήσει και να ζητήσει οδηγίες για να βρει το εστιατόριο.

πηγαίνω κπ σε κτ

(καθομιλουμένη)

Pouvez-vous me conduire à la gare ?
Θα μπορούσες να με πας στο σταθμό;

οδηγώ

(figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ses enfants la poussent sans cesse au bord de la folie.
Τα παιδιά της την οδηγούν (or: φτάνουν) στην τρέλα.

άδεια οδήγησης για την οποία δεν έχουν καταγραφεί παραβάσεις

(France, assez familier)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξεταστής σε εξετάσεις οδήγησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξετάσεις για δίπλωμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gina a échoué à l'examen du permis de conduire à plusieurs reprises avant de finalement l'obtenir.

κακομαθαίνω τον εαυτό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμπεριφέρομαι καλά, συμπεριφέρομαι σωστά

οδηγώ σε κτ

verbe transitif indirect

άδεια οδήγησης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Laura s'est fait retirer son permis pour conduite en état d'ivresse.
Της Λώρας της ανεκλήθη η άδεια οδήγησης για οδήγηση σε κατάσταση μέθης.

κλήση λόγω οδήγησης υπό την επήρεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρόστιμο γιατί οδηγούσα μεθυσμένος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καβαλάω μηχανή

(activité)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κωπηλατώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηγαίνω με μηχανάκι

(activité)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je faisais de la mobylette ® quand j'étais plus jeune.

πηγαίνω, πάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ευχαριστώ που με πήγες! Δεν θα προλάβαινα με τίποτα χωρίς εσένα.

πηγαίνω κπ σε κτ, πάω κπ σε κτ

verbe transitif

Helen a embauché un chauffeur pour qu'il la conduise au travail.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Σε ευχαριστώ που με έφερες! Δεν θα έφτανα με τίποτα εγκαίρως αν δεν το έκανες.

είμαι ... στην οδήγηση

verbe pronominal (εύκολος, δύσκολος κλπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette voiture se conduit merveilleusement bien.
Αυτό το αυτοκίνητο είναι εύκολο στην οδήγηση.

οδηγώ πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le conducteur a roulé (or: conduit) doucement sur les gravillons.
Ο οδηγός οδήγησε αργά πάνω στα χαλίκια.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conduite στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του conduite

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.