Τι σημαίνει το get away στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης get away στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του get away στο Αγγλικά.

Η λέξη get away στο Αγγλικά σημαίνει ξεφεύγω, ξεφεύγω, φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε, φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, την γλυτώνω, την βγάζω καθαρή, τη βγάζω καθαρή, παρασύρομαι, παρασύρομαι από κτ, παρασύρομαι κάνοντας κτ, παρασύρομαι με κτ, παρασύρομαι από κτ, απομακρύνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης get away

ξεφεύγω

phrasal verb, intransitive (escape)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was almost mugged but I managed to get away.
Σχεδόν με λήστεψαν, αλλά κατάφερα να ξεφύγω.

ξεφεύγω

phrasal verb, intransitive (informal (go on holiday) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have been working late all week and need to get away this weekend.
Δούλευα μέχρι αργά όλη την εβδομάδα και έχω ανάγκη να ξεφύγω αυτό το σαββατοκύριακο.

φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε

interjection (UK, slang (disbelief)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You saw the Queen in Burnley market? Get away!
Είδες τη Βασίλισσα στην αγορά του Μπέρνλεϊ; Παράτα μας! (or: Άντε ρε!)

φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ

phrasal verb, transitive, inseparable (escape: [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How did you manage to get away from your captors?
Πως κατάφερες να ξεφύγεις (or: δραπετεύσεις) από αυτούς που σε κρατούσαν αιχμάλωτο;

αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (place: leave)

It's great to get away from London sometimes.

την γλυτώνω, την βγάζω καθαρή

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (not be punished)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The murderer got away with his hideous crime.

τη βγάζω καθαρή

verbal expression (figurative, informal (never be punished) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Somehow Joe always seems to get away with murder.

παρασύρομαι

verbal expression (figurative (be overexcited)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She gets carried away at Christmas, and spends too much money on everything.

παρασύρομαι από κτ

verbal expression (figurative (be overcome with excitement) (μεταφορικά)

Mark got carried away with all the excitement and nearly fainted. Sophia got carried away by the emotion of the occasion and burst into tears.

παρασύρομαι κάνοντας κτ

verbal expression (figurative (forget other tasks) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sorry I'm late - I got carried away watching the football.

παρασύρομαι με κτ, παρασύρομαι από κτ

verbal expression (figurative (be engrossed in [sth]) (μεταφορικά)

Steve got carried away with his computer game and forgot to call his girlfriend.

απομακρύνομαι

verbal expression (informal (be removed or withdrawn)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του get away στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.