Τι σημαίνει το get down στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης get down στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του get down στο Αγγλικά.

Η λέξη get down στο Αγγλικά σημαίνει κατεβαίνω, ρίχνω, έρχομαι, κολλάω, πνίγομαι, κολλάω, βουλιάζω, είμαι πνιγμένος στα χρέη, γονατίζω, παρακαλώ, εκλιπαρώ, ικετεύω, μπαίνω στο ζουμί, μπαίνω στο ψητό, στρώνομαι στη δουλειά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης get down

κατεβαίνω

phrasal verb, intransitive (from vehicle, horse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The truck driver got down from his cab to inspect the tires.
Ο οδηγός της νταλίκας κατέβηκε απ' την καμπίνα για να ελέγξει τα λάστιχα.

ρίχνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (depress) (καθομ, μεταφορικά: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Try not to let your exam results get you down.
Προσπάθησε να μην αφήσεις τα αποτελέσματα των εξετάσεων να σε ρίξουν.

έρχομαι

(informal (start) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's get down to the important matter of choosing our new chairperson.
Ας έρθουμε στο σημαντικό θέμα της επιλογής νέου προέδρου.

κολλάω, πνίγομαι

verbal expression (figurative, informal (stuck: in activity, etc.) (μεταφορικά: σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I thought I would be able to leave early, but I got bogged down by paperwork.

κολλάω, βουλιάζω

verbal expression (stuck: in mud)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Once again, the car got bogged down in the mud.

είμαι πνιγμένος στα χρέη

verbal expression (informal (owe money)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neil found himself getting bogged down in debt.

γονατίζω

verbal expression (kneel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Before we went to bed we got down on our knees and prayed.
Πριν ξαπλώσουμε, γονατίσαμε και προσευχηθήκαμε.

παρακαλώ, εκλιπαρώ, ικετεύω

verbal expression (figurative (beg for [sth]) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you want to borrow his precious car, you'll have to get down on your knees!
Αν θες να δανειστείς το πολύτιμο αυτοκίνητό του, θα πρέπει να ικετεύσεις (or: παρακαλέσεις).

μπαίνω στο ζουμί, μπαίνω στο ψητό

verbal expression (figurative, informal (discuss essentials) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thank you all for coming to this emergency meeting; now, let's get down to brass tacks.

στρώνομαι στη δουλειά

verbal expression (start now) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We need to get down to business if we hope to finish this today.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του get down στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.