Τι σημαίνει το golden στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης golden στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του golden στο Αγγλικά.
Η λέξη golden στο Αγγλικά σημαίνει χρυσός, χρυσαφένιος, χρυσός, χρυσαφένιος, χρυσός, αγαπημένος, χρυσός, γκόλντεν ριτρίβερ, Χρυσούς Αιών, κίτρινο παντζάρι, γκόλντεν μπόυ, χρυσαφής, χρυσαφένιος, καφετής, χρυσαφής, χρυσαφένιος, καφετής, θρυλικό ζευγάρι, μήλο γκόλντεν, χρυσαετός, χρυσή εποχή, χρυσό κορίτσι, η κότα με τα χρυσά αβγά, η κότα με τα χρυσά αβγά, υψηλό εφάπαξ, μπόνους καλωσορίσματος, πεντηκοστή επέτειος, χρυσό ιωβηλαίο, χρυσή τομή, καταπληκτική ευκαιρία, εκπληκτική ευκαιρία, αποζημίωση, ένδοξο παρελθόν, γκόλντεν ριτρίβερ, χρυσός κανόνας, κασσία, μελάσα, χρυσό εισιτήριο, χρυσή επέτειος, τα χρόνια της σύνταξης, χρυσή ώρα, Η σιωπή είναι χρυσός.. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης golden
χρυσός, χρυσαφένιοςadjective (gold in color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Golden light shone through the window. Το χρυσό φως έλαμπε καθώς έμπαινε από το παράθυρο. |
χρυσός, χρυσαφένιοςadjective (made of gold) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The king wore a golden crown. Ο βασιλιάς φορούσε χρυσό στέμμα. |
χρυσόςadjective (figurative (age, years, moments: special) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) During its golden years, the Roman Empire surrounded the Mediterranean Sea. |
αγαπημένοςadjective (figurative (favored) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Paul was the family's golden child; his brother was jealous of him. |
χρυσόςadjective (figurative (opportunity: perfect, advantageous) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This seemed to be the golden moment for Tom to tell his parents he was dropping out of university, but he lost his nerve and said nothing. |
γκόλντεν ριτρίβερnoun (informal, abbreviation (retriever dog) (ράτσα σκύλου) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Mary has three dogs: two goldens and a cocker. |
Χρυσούς Αιώνnoun (finest period in [sth]'s history) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Some look back to the 18th century as the golden age of reason. |
κίτρινο παντζάριnoun (root vegetable with round shape) A mixture of roasted red and golden beets makes an attractive side dish. |
γκόλντεν μπόυnoun (figurative (male who is admired and popular) |
χρυσαφής, χρυσαφένιος, καφετήςnoun (warm light-brown color) (χρώμα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Her hair was a beautiful shade of golden brown. |
χρυσαφής, χρυσαφένιος, καφετήςadjective (warm light brown in color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her golden brown hair shone in the sunlight. |
θρυλικό ζευγάριnoun (successful or celebrated duo) |
μήλο γκόλντενnoun (® (American apple variety) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χρυσαετόςnoun (large bird of prey) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Golden eagles sometimes swoop down on lambs. |
χρυσή εποχήnoun (most successful period, heyday) (μεταφορικά) The golden era of cheap flights is virtually finished. |
χρυσό κορίτσιnoun (successful or celebrated woman) (μεταφορικά) |
η κότα με τα χρυσά αβγάnoun (legendary goose) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η κότα με τα χρυσά αβγάnoun (figurative (ongoing source of wealth) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υψηλό εφάπαξnoun (figurative (generous severance payment) (κατά την αποχώρηση από εργασία) The company let him go with a golden handshake. |
μπόνους καλωσορίσματοςnoun (benefits for new employee) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πεντηκοστή επέτειοςnoun (50th anniversary) Vera Lynn sang outside Buckingham Palace in 1995 to mark the golden jubilee of VE Day. |
χρυσό ιωβηλαίοnoun (monarch: 50th year) King Bhumibol Adulyadej of Thailand celebrated his golden jubilee on 9th June 1996. |
χρυσή τομήnoun (perfect moderate position) |
καταπληκτική ευκαιρία, εκπληκτική ευκαιρίαnoun (perfect chance) You can't say no to his offer: it's a golden opportunity. |
αποζημίωσηnoun (figurative (retirement package) (πολύ μεγάλη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The company's Chief Financial Officer is entitled to a golden parachute of $15.5 million. |
ένδοξο παρελθόνnoun (prosperous history) |
γκόλντεν ριτρίβερnoun (breed of gun dog) (ράτσα σκύλων) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Golden retrievers are patient and loyal; they make great family pets. |
χρυσός κανόναςnoun (fundamental guideline) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The golden rule is to treat others as you would like them to treat you. |
κασσία(botany) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μελάσαnoun (UK, uncountable (refiners' syrup) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A lot of ginger cake recipes use a combination of golden syrup and black treacle as a sweetener. |
χρυσό εισιτήριοnoun (figurative (key to a great opportunity) (μεταφορικά) |
χρυσή επέτειοςnoun (marriage: 50 years) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My parents will celebrate their golden wedding anniversary next year. |
τα χρόνια της σύνταξης(retirement) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χρυσή ώραnoun (figurative (photography: sunrise or sunset) (φωτογραφία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Η σιωπή είναι χρυσός.expression (It is wisest to say nothing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του golden στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του golden
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.