Τι σημαίνει το gold στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης gold στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gold στο Αγγλικά.
Η λέξη gold στο Αγγλικά σημαίνει χρυσάφι, χρυσός, χρυσός, χρυσό, χρυσό νόμισμα, πλούτος, Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, μαύρος χρυσός, σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης, άνθρακας ο θησαυρός, φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ράβδος χρυσού, Χρυσή Ακτή, Χρυσή Ακτή, Χρυσή Ακτή, προικοθήρας, χρυσοθήρας, αναζήτηση πλούσιου γαμπρού, όνειρο, χρυσόσκονη, πυρετός χρυσοθηρίας, λεπτό φύλλο χρυσού, λεπτό φύλλο χρυσού, χρυσό μετάλλιο, χρυσωρυχείο, χρυσοθήρας, χρυσοθηρία, ψήγμα χρυσού, επιχρυσώνω, πυρετός χρυσοθηρίας, χρυσός κανόνας, κανόνας χρυσού, χρυσός κανόνας, χρυσό αστέρι, Χρυσό Αστέρι, επίχρυσος, πολύτιμος, με χρυσό σκελετό, ήλεκτρο, χρυσή καρδιά, ψευδόχρυσος, ψάχνω για χρυσό, ψάχνω για χρυσάφι, περιοχή γύρω από τρύπα σε γήπεδο του γκόλφ, καθαρός χρυσός, ατόφιος χρυσός, πλατίνα, που αξίζει το βάρος του σε χρυσό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης gold
χρυσάφιnoun (precious metal) (μέταλλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Her ring is made of gold. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. |
χρυσόςadjective (golden: made of gold) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The gold watch was beautiful. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Της έκανε δώρο ένα χρυσαφένιο δαχτυλίδι. |
χρυσόςadjective (of golden color) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) His gold shirt made him easy to find. Το χρυσό πουκάμισό του έκανε εύκολο το να τον δεις. |
χρυσόnoun (warm metallic color) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The team colours were green and gold. Τα χρώματα της ομάδας ήταν πράσινο και χρυσό. |
χρυσό νόμισμαnoun (archaic (coin, coins) The princess gave gold to children when she walked through the streets. |
πλούτοςnoun (literary, archaic (wealth) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He has a lot of gold, but he's miserly and never shares it. |
Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσόςexpression (figurative (appearances can be deceptive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαύρος χρυσός(figurative (oil) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτηςnoun (mineral: iron pyrites) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hank thought he was rich until he found out his mine was full of fool's gold. |
άνθρακας ο θησαυρός, φύκια για μεταξωτές κορδέλεςnoun (foolish quest, goal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He worked hard to get her attention, but his reward turned out to be just fool's gold. |
ράβδος χρυσούnoun (ingot of solid gold) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The USA keeps gold bars at Fort Knox. |
Χρυσή Ακτήnoun (region in eastern Australia) (Αυστραλία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Χρυσή Ακτήnoun (region in eastern Florida) (Φλόριντα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Χρυσή Ακτήnoun (historical (region in West Africa) (Αφρική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προικοθήραςnoun (figurative, pejorative (person seeking a wealthy partner) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Gold diggers seek rich people to marry. |
χρυσοθήραςnoun (miner seeking gold) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Gold diggers flocked to California in the 19th century. |
αναζήτηση πλούσιου γαμπρούnoun (search for a wealthy partner) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Most of her friends disapprove of her because of her gold digging. |
όνειροnoun (figurative ([sth] prized as rare, valuable) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tickets for the concert are gold dust; you'll be extremely lucky to get your hands on one. |
χρυσόσκονηnoun (literal (fine grains of gold) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) During the California gold rush a lot of men panned the streams for gold dust. |
πυρετός χρυσοθηρίαςnoun (frenzy over gold mining) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Thousands of men with gold fever streamed into the Yukon. |
λεπτό φύλλο χρυσούnoun (sheet of gold) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He is so rich, he gave her a present wrapped in gold foil. |
λεπτό φύλλο χρυσούnoun (uncountable (thin sheet of gold) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) It looks like solid gold but really it's only plaster covered with gold leaf. |
χρυσό μετάλλιοnoun (award: first place) Flynn won a gold medal in the Commonwealth Games. |
χρυσωρυχείοnoun (where gold is mined) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Kromdraai was one of the first gold mines in South Africa. |
χρυσοθήραςnoun ([sb] who excavates for gold) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χρυσοθηρίαnoun (excavation for gold) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gold mining will have a big impact on political stability in the region. |
ψήγμα χρυσούnoun (piece of natural gold) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
επιχρυσώνωtransitive verb (gild) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The brooch is made of sterling silver that has been gold-plated. |
πυρετός χρυσοθηρίαςnoun (mass migration to goldmine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The gold rush of the early 20th century became a symbol of the American Dream. |
χρυσός κανόνας, κανόνας χρυσούnoun (historical (law: monetary system) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
χρυσός κανόναςnoun (figurative (supreme example of [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρυσό αστέριnoun (award for schoolwork) (όχι στην Ελλάδα) Sylvia got a gold star for her project. |
Χρυσό Αστέριnoun (award given in Soviet Union) (παράσημο) The Soviet Union awarded the Gold Star to "heroes" of the communist state. |
επίχρυσοςadjective (literal (coated with gold) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύτιμοςadjective (figurative (secure, valuable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The offer comes with a number of gold-plated guarantees. |
με χρυσό σκελετόadjective (glasses, spectacles) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ήλεκτροnoun (gold alloy) (κράμα χρυσού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χρυσή καρδιάnoun (figurative (be kind, generous) (μεταφορικά) He may seem surly at first, but he really has a heart of gold. |
ψευδόχρυσοςnoun (golden metal) (μέταλλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ψάχνω για χρυσό, ψάχνω για χρυσάφιverbal expression (extract gold from gravel) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He panned for gold near San Francisco. |
περιοχή γύρω από τρύπα σε γήπεδο του γκόλφnoun (area around a golf hole) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθαρός χρυσός, ατόφιος χρυσόςnoun (precious metal: pure 24-carat gold) Daniel's wedding ring was made of solid gold. |
πλατίναnoun (precious alloy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Instead of diamonds, I want a white gold ring. |
που αξίζει το βάρος του σε χρυσόadjective (figurative (very useful) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) If you use the internet much, a broadband connection is worth its weight in gold. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gold στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του gold
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.