Τι σημαίνει το going στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης going στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του going στο Αγγλικά.

Η λέξη going στο Αγγλικά σημαίνει συνήθης, όρθιος, επιτυχής, αποχώρηση, διαδρομή, πρόοδος, πηγαίνω, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, κινούμαι, φτάνω, πηγαίνω, οδηγώ, γίνομαι, -, θα κάνω κτ, έτοιμος, ολέ, ζωντάνια, προσπάθεια, δοκιμή, σειρά, πάω να κάνω κτ, λειτουργώ, φεύγω, είμαι, πωλούμαι, περνάω, περνώ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, κάνω, ισχύω, λέω, φεύγω, καταρρέω, χαλάω, χαλώ, πάω, πάω, πηγαίνω, διαιρούμαι, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, κάνω, στρέφομαι σε κπ, αδιάκοπο πηγαινέλα, αδιάκοπο πηγαινέλα, καλόβολος, φεύγω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, με μεγάλη διαφορά, συνεχιζόμενη δραστηριότητα, στο μέλλον, μελλοντικά, πλησιάζω τα, κοντεύω τα, σχεδόν, το έξω, καλός, τρέχουσα τιμή, συνεχίζω δυναμικά, παραμένω υγιής, παραμένω ακμαίος, εξέταση, επίθεση, πέρασμα, ξυλοδαρμός, δύσκολος, κοπιαστικός, επίπονος, φεύγω, εισερχόμενος, όλα πήγαν καλά/ρολόι, συνεχίζω, Ωραίος!, Σωστός!, ποντοπόρος, ωκεανοπόρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης going

συνήθης

adjective (current, prevalent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's much higher than the going price.
Αυτά είναι πολύ περισσότερα από τη συνήθη τιμή.

όρθιος

adjective (active, alive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Even after ninety years, the old man was still going.
Ακόμα και μετά από 90 χρόνια ο ηλικιωμένος άντρας παρέμενε ακμαίος.

επιτυχής

adjective (operating successfully) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her advertising company is still a going business.

αποχώρηση

noun (departure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His going will leave the department with a big pair of shoes to fill.

διαδρομή

noun (trail or route conditions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The going's good as far as the river, then it gets heavy.

πρόοδος

noun (colloquial (progress)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If the going gets tough at work, ask for help.

πηγαίνω

intransitive verb (leave, depart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You'd better go. It's getting late.
Καλύτερα να φύγεις. Είναι αργά.

πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ

(proceed to, head for)

I'm going to London this summer. // Anne went to Italy for her holiday last year. // Robert goes to the market every Saturday morning.
Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά.

κινούμαι

intransitive verb (move along, advance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The train was going at top speed. Electricity goes along wires.
Το τρένο έτρεχε με τη μέγιστη ταχύτητά του.

φτάνω

intransitive verb (extend)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our property goes all the way down to the river.
Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι.

πηγαίνω

intransitive verb (with adverb: turn out, pass)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wedding went very well, thank you.
Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ.

οδηγώ

(lead to [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
These stairs go to the attic.
Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα.

γίνομαι

intransitive verb (with adjective: become)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
I think I'm going crazy.
Νομίζω ότι καταντώ τρελός.

-

intransitive verb (with adjective: act in a given way) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They went crazy when they heard the news.
Αγρίεψαν μόλις άκουσαν τα νέα.

θα κάνω κτ

auxiliary verb (future) (μέλλοντας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jake is going to clean the bathroom later.
Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα.

έτοιμος

adjective (informal (ready)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All systems are go.

ολέ

interjection (cheering on a team, participant)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
The fans were shouting "Go Steelers!"

ζωντάνια

noun (colloquial (energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's sure got a lot of go.

προσπάθεια, δοκιμή

noun (informal (try)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Can I have a go?

σειρά

noun (informal (turn)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's your go. Here are the dice.

πάω να κάνω κτ

verbal expression (make a move to do)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jake went to brush a stray hair from Leah's cheek, but at that moment she turned away.

λειτουργώ

intransitive verb (function, perform)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This fan won't go.

φεύγω

intransitive verb (time: pass) (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Weekends go really fast.
Τα Σαββατοκύριακα περνούν πολύ γρήγορα.

είμαι

intransitive verb (tend to be)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As exams go, that wasn't too bad.

πωλούμαι

intransitive verb (be sold) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The rare book will go quickly at auction.

περνάω, περνώ

intransitive verb (pass, fit, enter)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The couch just won't go through the door.

πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα

intransitive verb (informal, euphemism (relieve yourself)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Excuse me. I've got to go. Is there a bathroom near here?

κάνω

intransitive verb (perform an action)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Go like this with your hands.

ισχύω

intransitive verb (be valid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Whatever Mike says, goes.

λέω

intransitive verb (informal (say)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Boys will be boys, as the saying goes.

φεύγω

intransitive verb (euphemism (die) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He went just after midnight, with his wife at his side.

καταρρέω

intransitive verb (informal (give way, collapse)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
There was so much snow the roof went.

χαλάω, χαλώ

intransitive verb (informal (stop working)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car engine went, so we had to walk home.

πάω

(be allotted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A quarter of their income goes to food.

πάω, πηγαίνω

(pass to [sb] in a will)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His house went to the elder son, its contents to the younger.

διαιρούμαι

(number: be divisor of)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
How many times does six go into eighty-four?
Πόσες φορές διαιρεί το έξι το ογδόντα τέσσερα;

πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ

(be awarded to)

And the Oscar goes to Steve McQueen!

κάνω

phrasal verb, intransitive (resort: to [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They went to great effort to get here on time.

στρέφομαι σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consult, ask a favor of)

When I need advice, I go to my rabbi.

αδιάκοπο πηγαινέλα

noun (movement: many people)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The continual coming and going of library visitors made it impossible for me to concentrate.
Το αδιάκοπο πήγαινε έλα των επισκεπτών της βιβλιοθήκης δε με άφησε να συγκεντρωθώ.

αδιάκοπο πηγαινέλα

noun (movement: one person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλόβολος

adjective ([sb], personality: relaxed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I love being with her because she's a nice easy-going girl.
Μου αρέσει να είμαι μαζί της γιατί είναι ένα ευχάριστο, καλόβολο κορίτσι.

φεύγω

verbal expression (informal (leave now)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If we don't get going soon, we'll be late.
Αν δεν την κάνουμε σύντομα, θα καθυστερήσουμε.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

verbal expression (informal (start) (κτ ή να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The campaign got going in 1983.
Η καμπάνια ξεκίνησε το 1983.

ξεκινάω, ξεκινώ

verbal expression (informal (start [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The chef got going with peeling the vegetables.
Ο σεφ ξεκίνησε το καθάρισμα των λαχανικών.

με μεγάλη διαφορά

expression (by a wide margin)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεχιζόμενη δραστηριότητα

noun (viable business)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The business had been taken over as a going concern.

στο μέλλον, μελλοντικά

adverb (in the future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Going forward we really need to change how we do business.

πλησιάζω τα, κοντεύω τα

preposition (informal (approaching: a given age)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom always refuses to disclose his age, but he must be going on seventy.
Ο Τομ πάντα αρνείται ν' αποκαλύψει την ηλικία του, πρέπει όμως να πλησιάζει (or: κοντεύει) τα εβδομήντα.

σχεδόν

preposition (informal (almost, approaching)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The couple have been married going on for thirty years.

το έξω

noun (doing [sth] entertaining outside home)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Going out is more expensive than staying in.

καλός

adjective (for entertainment outside home)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beatrice wants to buy a going-out dress for the party.

τρέχουσα τιμή

noun (current average cost)

συνεχίζω δυναμικά

verbal expression (informal (effort, entity: continuing successfully)

παραμένω υγιής, παραμένω ακμαίος

verbal expression (informal (person: still healthy, vigorous)

εξέταση

noun (inspection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίθεση

noun (verbal attack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πέρασμα

noun (cleaning) (για να καθαρίσει)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξυλοδαρμός

noun (physical beating)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δύσκολος, κοπιαστικός

noun (informal ([sth] difficult or strenuous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The climb was hard going, but the view from the top was magificent.

επίπονος

adjective (laborious, dull)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φεύγω

interjection (I am about to leave)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I know I'm late for lunch. I am going now!
Ξέρω πως έχω αργήσει για το μεσημεριανό, φεύγω τώρα!

εισερχόμενος

adjective (coming in, on its way in)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The in-going plane was just arriving at the airport.

όλα πήγαν καλά/ρολόι

expression (UK (task went smoothly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although the professor said that we would struggle with the translation, it was easy going for our group.

συνεχίζω

verbal expression (persist, continue)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Keep going, you're almost to the top of the hill.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου.

Ωραίος!, Σωστός!

interjection (slang (well done) (αργκό, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nice going, John, you really did a great job with that paint.

ποντοπόρος, ωκεανοπόρος

adjective (ship: for sailing at sea)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του going στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του going

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.