Τι σημαίνει το golpear στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης golpear στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του golpear στο ισπανικά.

Η λέξη golpear στο ισπανικά σημαίνει χτυπάω, χτυπώ, πλήττω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κοπανάω, βαράω, βαρώ, πλαταγίζω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, πλήττω, πατάσσω, τρακάρω, τρακέρνω, χτυπάω, χτυπώ, κοπανάω, βαράω, βαρώ, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, βαράω, κοπανάω, πλήττω, χτυπάω, κοπανάω, βαράω, χτυπάω, χτυπώ, κτυπάω, κτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, χτυπάω, κοπανάω, χτυπάω, σφυρηλατώ, γροθοκοπώ, χτυπάω, χτυπώ, πέφτω, εκπλήσσω, χτυπάω, χτυπώ, βαράω, δέρνω, μαστιγώνω, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, ρίχνω, στέλνω, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, κοπανώ, σκοτώνω, τσουγκρίζω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, πονάω, χτυπάω, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, βροντάω, γρονθοκοπώ, χτυπάω, δέρνω, χτυπάω, ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ, πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ, βαράω, χτυπάω, τις βρέχω σε κπ, ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, αποτελώ πλήγμα, είμαι πλήγμα, επιτίθεμαι, χτυπάω ελαφρά, κτυπώ, χτυπώ, χειροκροτώ, κάνω προσέγγιση, εντελώς σε, καταπάνω σε, ακριβώς πάνω σε, χτυπάω, χτυπώ στα πλάγια, χτυπώ στο πλάι, χτυπάω (κάποιον) με την κάννη του όπλου, σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο, αγγίζω με το πόδι, σκουντάω με το πόδι, χτυπώ ελαφρά, χτυπάω, χτυπώ, σφυροκοπώ, βαράω, κοπανάω, χτυπώ στο κεφάλι, σκουντάω κπ με κτ, πετάω κπ σε κτ, πετάω κπ πάνω σε κτ, ρίχνω κπ σε κτ, ρίχνω κπ πάνω σε κτ, δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με τη βέργα, χτύπημα, προσπαθώ να χτυπήσω κπ, αποπειρώμαι να χτυπήσω κπ, σφυροκοπώ, κάνω slice, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, δέρνω, μαστιγώνω, χτυπάω στην κορυφή, χτυπάω κοφτά, χτυπάω στο κεφάλι, χτυπάω κατακέφαλα, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω με ανάποδο φάλτσο, χτυπάω κπ με κτ, χτυπάω κτ με κτ, ρίχνω, δίνω, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, μαστιγώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης golpear

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A pesar de sus súplicas, ella lo seguía golpeando.
Παρά τις παρακλήσεις του, αυτή συνέχισε να βαράει.

πλήττω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ciudad fue golpeada por la tormenta del martes.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Golpeó el escritorio con el puño tratando de hacer que entendieran su punto.
Χτύπησε το γραφείο με τη γροθιά του για να προσπαθήσει να περάσει το μήνυμά του.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bebé golpeó accidentalmente a su niñera con un juguete.
Το μωρό κατά λάθος χτύπησε τη νταντά της με ένα παιχνίδι.

χτυπάω, χτυπώ

(επίμονα, συνεχόμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El granizo golpeó los coches en el aparcamiento.
Χαλάζι χτυπούσε τα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El carpintero golpeó el clavo con el martillo.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si va hacia ti, golpéalo.
Αν έρθει προς το μέρος σου, χτύπα τον.

κοπανάω, βαράω, βαρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ouch! Me acabo de pegar en el codo con la esquina de la mesa.

πλαταγίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El boxeador golpeó a su adversario.
Ο πυγμάχος κατέφερε ένα χτύπημα στον αντίπαλό του.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cartel golpeó a Dan en la cara.
Η περιστρεφόμενη πινακίδα χτύπησε τον Νταν στο κεφάλι.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo golpeé accidentalmente con mi pala en la cabeza.
Τον χτύπησα κατά λάθος στο κεφάλι με το φτυάρι μου.

πλήττω, πατάσσω

(αρχαϊκός τύπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Zeus golpeó al soldado con un rayo.

τρακάρω, τρακέρνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(στο κεφάλι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante el partido de béisbol, el lanzamiento de Dereck golpeó a Jeremy en toda la cabeza.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα μπέιζμπολ, η βολή του Ντέρεκ βρήκε τον Τζέρεμι κατακέφαλα.

κοπανάω, βαράω, βαρώ

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sin querer la golpeé con mi paraguas. // ¡Oye! ¡Me acabas de golpear en la cabeza con esa caja!

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El ruidoso tribunal quedó en silencio cuando el juez golpeó el martillo.
Η θορυβώδης αίθουσα του δικαστηρίου ησύχασε όταν ο δικαστής χτύπησε το σφυρί.

χτυπάω, βαράω, κοπανάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me golpeó en la cabeza con el reverso de la mano.
Ο Τζιμ με χτύπησε στο κεφάλι με το πίσω μέρος του χεριού του.

πλήττω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El huracán nos golpeó sin previo aviso.

χτυπάω, κοπανάω, βαράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las olas golpeaban la costa.
Τα κύματα έδερναν την ακτή.

χτυπάω, χτυπώ, κτυπάω, κτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jessica golpeó la puerta antes de entrar.
Η Τζέσικα χτύπησε την πόρτα πριν μπει μέσα.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fuertes vientos golpearon el pequeño barco casi volcó.

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lydia golpeó la puerta y demandó que la dejaran entrar.
Η Λυδία χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να μπει μέσα.

χτυπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En el golf, encuentro más fácil golpear que hacer hoyo.

κοπανάω, χτυπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jim golpeó la puerta con el puño.

σφυρηλατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El artesano golpeó la pieza de metal hasta dejarla muy delgada.

γροθοκοπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tanner golpeó la bolsa con todas sus fuerzas.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El martinete golpea la viga con fuerza.

πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando la luz golpea un objeto, las longitudes de onda que refleja determinan de qué color se verá el objeto.

εκπλήσσω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La noticia de la muerte de su primo lo golpeó con dureza.

χτυπάω, χτυπώ, βαράω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Philip se hartó de las pullas de Edward, por lo que acabó golpeándolo.

δέρνω, μαστιγώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las olas golpeaban la costa.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El bateador golpeó la pelota y la mandó por los aires.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lluvia golpeaba la ventana.

ρίχνω, στέλνω

verbo transitivo (με δυνατό χτύπημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leah golpeó la pelota y la sacó del campo: ¡es un jonrón!

δέρνω, χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El padre abusivo de Fred solía golpearlo con su cinturón.

δέρνω, χτυπάω, χτυπώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοπανώ

verbo transitivo (con ritmo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκοτώνω

(για έντομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσουγκρίζω

(brindis)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Propuso un brindis y todos chocamos nuestras copas.

χτυπάω, χτυπώ

(deportes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emily bateó la pelota al campo izquierdo.

χτυπάω

(brindis) (και προκαλώ κουδούνισμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Salud" dijo, y todos chocamos nuestras copas.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πονάω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El aire frío cortaba la cara de las mujeres.

χτυπάω, δέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su marido la maltrató durante años hasta que ella buscó ayuda.
Ο σύζυγος της γυναίκας την έδερνε για χρόνια μέχρι που τελικά ζήτησε βοήθεια.

χτυπάω, χτυπώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las olas azotaban uno de los lados del barco.

χτυπάω, χτυπώ

(ελαφρά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rick pegó a su amigo en el hombro.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador le pegó a la bola alto en el aire.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Larry tocó la puerta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Να χτυπήσεις συνθηματικά τρεις φορές για να ξέρω ότι είσαι εσύ.

βροντάω

(una puerta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La adolescente cerró la puerta de un golpe cuando se fue de la habitación tras haber discutido con sus padres.
Η έφηβη βρόντηξε την πόρτα καθώς έφευγε από το δωμάτιο μετά από έναν ακόμη καυγά με τους γονείς της.

γρονθοκοπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pandilla lo aporreó y lo dio por muerto en las calles.
Η συμμορία τον γρονθοκόπησε και τον άφησε στον δρόμο, θεωρώντας πως είναι νεκρός.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέρνω, χτυπάω

(κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una pandilla de jóvenes le dio una paliza.
Έφαγε ξύλο από μια συμμορία νεαρών.

ρίχνω γροθιά σε κπ/κτ, ρίχνω μπουνιά σε κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lleno de ira, Ben le dio un puñetazo a Harry.
Όντας εξαγριωμένος, ο Μπεν γρονθοκόπησε τον Χάρυ.

πέφτω σε κπ/κτ, χτυπάω σε κπ/κτ

(con ruido)

Antes de llegar al jardín, la manzana se cayó y golpeó en el tejado de la casa.

βαράω, χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh le pegó en la mandíbula al hombre que le había insultado.

τις βρέχω σε κπ

(καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El padre de Polly le dijo que le iba a azotar el trasero si volvía a llegar tarde a casa.

ρίχνω φούσκο σε κπ, ρίχνω μπουκέτο σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba tan enfadada por lo que dijo que le pegó justo en la cabeza.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El abusón del colegio golpeó a Greg durante el recreo.

χτυπάω, χτυπώ

(ελαφριά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω, χτυπώ

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Golpeó a su hermano en el estómago con el puño.
Χτύπησε τον αδερφό του στο στομάχι με τη γροθιά του.

αποτελώ πλήγμα, είμαι πλήγμα

(causar sufrimiento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La noticia de la muerte de su padre la golpeó con dureza.

επιτίθεμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Joyce estaba acariciando el gato cuando de repente este atacó.
Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά χίμηξε.

χτυπάω ελαφρά

(béisbol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κτυπώ, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χειροκροτώ

(ως επιδοκιμασία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los chicos estaban haciendo mucho ruido y la maestra tuvo que aplaudir fuerte para llamar su atención.

κάνω προσέγγιση

(γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El jugador de golf se aproximaba al green con confianza.

εντελώς σε, καταπάνω σε, ακριβώς πάνω σε

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al girar me di de lleno contra la puerta, y me rompí la nariz y dos dientes.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un auto me golpeó con fuerza saliendo del estacionamiento.
Ένα αυτοκίνητο με χτύπησε βγαίνοντας από το πάρκινγκ.

χτυπώ στα πλάγια, χτυπώ στο πλάι

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτυπάω (κάποιον) με την κάννη του όπλου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un grupo de jóvenes golpeó a Henry.
Μια ομάδα νέων έσπασε στο ξύλο (or: πλάκωσε) τον Χένρι.

αγγίζω με το πόδι, σκουντάω με το πόδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El gato estaba golpeando con la pata al ratón, molesto porque ya no quería jugar.
Η γάτα άγγιζε με το πόδι της το ποντίκι, ενοχλημένη που δεν έπαιζε άλλο.

χτυπώ ελαφρά

(γκολφ)

Wendy golpeó la bola en el hoyo.

χτυπάω, χτυπώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σφυροκοπώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El boxeador golpeó a su contrincante hasta tirarlo al suelo.
Ο μποξέρ σφυροκόπησε τον αντίπαλό του και τον έριξε στο έδαφος.

βαράω, κοπανάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter golpeó con fuerza la puerta, abriéndola.
Ο Πίτερ βάρεσε (or: κοπάνησε) την πόρτα και την άνοιξε διάπλατα.

χτυπώ στο κεφάλι

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκουντάω κπ με κτ

Me golpeó con su bastón y me dijo que me alejara de su jardín.

πετάω κπ σε κτ, πετάω κπ πάνω σε κτ, ρίχνω κπ σε κτ, ρίχνω κπ πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo golpeó contra la puerta y lo dejó sin respiración.
Τον πέταξε πάνω στην πόρτα και του έκοψε την ανάσα.

δέρνω με τη βίτσα, δέρνω με τη βέργα

(κάποιον άλλον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Durante su tiempo de pupilo en 1940, a menudo el director lo golpeaba con una vara.
Κατά την παραμονή του στο οικοτροφείο τη δεκαετία του 1940, ο διευθυντής τον έδερνε με τη βέργα συχνά.

χτύπημα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El constante golpear del hacha finalmente tuvo efecto y el árbol se empezó a caer.

προσπαθώ να χτυπήσω κπ, αποπειρώμαι να χτυπήσω κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σφυροκοπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El herrero golpeó el trozo de acero con el martillo por horas.

κάνω slice

(deportes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

locución verbal (κάτι, σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando lo levantó la música de su vecino, Leon golpeó con dureza la pared en señal de protesta.

δέρνω, μαστιγώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las olas chocaban contra las rocas.

χτυπάω στην κορυφή

(golf, voz inglesa) (μπάλα του γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El golfista topeó la bola hacia el búnker de arena.

χτυπάω κοφτά

(golf, golpe con efecto a la derecha)

Si golpeas la pelota cortada acabará entre los árboles.

χτυπάω στο κεφάλι, χτυπάω κατακέφαλα

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una pelota de golf le golpeó en la cabeza a mi pobre amigo, mientras miraba el torneo.
Ο καημένος ο φίλος μου χτυπήθηκε στο δόξα πατρί από ένα μπαλάκι το γκολφ καθώς παρακολουθούσε το τουρνουά.

χτυπάω, χτυπώ

(μικροτραυματισμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una pelota de béisbol golpeó suavemente a Tina en el hombro durante el entrenamiento.

χτυπάω, χτυπώ

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helena golpeó la mesa con los nudillos para llamar la atención de todos.

χτυπάω με ανάποδο φάλτσο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El golfista golpeó la bola con efecto a la derecha.

χτυπάω κπ με κτ

Los dos hombres golpearon a su víctima con un bate de béisbol.

χτυπάω κτ με κτ

El soldado golpeó la cabeza del campesino con la culata de su rifle.

ρίχνω, δίνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Emma le pegó a George en la boca.
Η Έμμα έριξε μία στον Τζόρτζ ακριβώς στο στόμα.

δέρνω, χτυπάω, χτυπώ

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James le dio una piña a Tim en toda la cara.

χτυπάω, χτυπώ

locución verbal (με ξίφος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαστιγώνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του golpear στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.