Τι σημαίνει το grey στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grey στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grey στο Αγγλικά.

Η λέξη grey στο Αγγλικά σημαίνει γκρι, γκρι, γκρι, γκρίζος, γκρίζος, γκριζομάλλης, γκριζάρω, γκριζάρω, μεγαλώνω, γκρι άλογο, απενεργοποιώ, θολώνει η όρασή μου, σταχτί, ανθρακί, ανθρακί, ανθρακί, ανθρακί, σκούρος γκρι, σκούρος γκρι, απαλό γκρι, απαλός γκρι, άτομο που ασκεί παρασκηνιακά την εξουσία, γκριζάρω, γκριζάρω, γκρίζα ζώνη, γκρίζα αλεπού, γκρίζα μαλλιά, Perisoreus canadensis, φαιά ουσία, μυαλό, γκρι εικονίδιο, θολή όραση, απλός υπέρηχος, γκρίζος σκίουρος, γκρι φάλαινα, γκρίζος λύκος, γκριζομάλλης, γκρι περλέ, περλέ γκρίζος, σκούρο γκρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grey

γκρι

noun (silvery color)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
See if they have that same coat in grey.
Δες αν έχουν το ίδιο παλτό σε γκρι.

γκρι

noun (gray area: good and bad) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Not everything is good or bad, there are many shades of gray.
Τίποτα δεν είναι μόνο καλό ή μόνο κακό. Υπάρχουν πολλές αποχρώσεις του γκρι.

γκρι

adjective (silvery in color)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A gray blazer would work with that shirt.
Ένα γκρι σακάκι θα ταίριαζε με εκείνο το πουκάμισο.

γκρίζος

adjective (sky, weather: dull)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
How grey the sky looks today!
Πόσο γκρίζος φαίνεται ο ουρανός σήμερα!

γκρίζος

adjective (hair: silver, white)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marsha's hair is iron gray.
Τα μαλλιά της Μάρσα είναι γκρίζα σαν ατσάλι.

γκριζομάλλης

adjective (person: grey hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Joanne's mother is only 30 but she is already gray.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με πλησίασε ένας ψαρομάλλης κύριος και με ρώτησε τι ώρα είναι.

γκριζάρω

intransitive verb (person: have grey hair) (μεταφορικά: εγώ ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve looks much older since he started graying.
Ο Στηβ φαίνεται πολύ μεγαλύτερος από τότε που άρχισε να γκριζάρει.

γκριζάρω

intransitive verb (hair: turn grey) (τα μαλλιά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My hair is starting to gray, even though I'm only in my twenties.
Τα μαλλιά μου άρχισαν να ασπρίζουν παρόλο που δεν έχω φτάσει τα τριάντα.

μεγαλώνω

intransitive verb (US, figurative (grow older, age)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκρι άλογο

noun (horse)

Jenny had always wanted a horse, and her rich uncle bought her a beautiful gray when she was 15.

απενεργοποιώ

phrasal verb, transitive, separable (computing: disable)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θολώνει η όρασή μου

phrasal verb, intransitive (person: suffer faded vision)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I grayed out for a moment, and had to lie down.

σταχτί

noun (color)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανθρακί

adjective (dark gray in color)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Martin wore a charcoal suit.
Ο Μάρτιν φορούσε ανθρακί κουστούμι.

ανθρακί

noun (color: dark gray)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Do you prefer the jacket in light gray or charcoal?
Προτιμάς το σακάκι σε ανοιχτό γκρι ή σε ανθρακί;

ανθρακί

adjective (dark gray in color)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Steve bought a charcoal grey suit for his interview.

ανθρακί

noun (color: dark gray)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like red, but I prefer charcoal gray.

σκούρος γκρι

noun (deep silvery color)

σκούρος γκρι

adjective (of deep silvery color)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

απαλό γκρι

noun (medium gray color)

απαλός γκρι

adjective (medium gray in color)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

άτομο που ασκεί παρασκηνιακά την εξουσία

noun (Gallicism (person with unofficial power)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γκριζάρω

(person: have graying hair)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He began to turn grey in his early 40s.

γκριζάρω

(hair: be graying)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκρίζα ζώνη

noun (uncertain, unclear issue) (μεταφορικά)

18th-century British history is a bit of a grey area for me.

γκρίζα αλεπού

noun (American fox with gray fur)

γκρίζα μαλλιά

noun (hair: gray from age or stress)

Perisoreus canadensis

noun (North American crested bird) (επίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φαιά ουσία

noun (brain tissue)

μυαλό

noun (figurative (brains, intelligence)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γκρι εικονίδιο

noun (computer: disabling feature)

The gray-out shows you which options are unavailable.

θολή όραση

noun (person: faded vision)

She experienced a gray-out after exercising too hard.

απλός υπέρηχος

noun (black-and-white ultrasound imaging) (όχι έγχρωμος)

γκρίζος σκίουρος

noun (animal: North American rodent)

It's always entertaining to watch a grey squirrel trying to get food from a bird feeder.

γκρι φάλαινα

noun (large sea mammal)

Individual gray whales can be identified by their characteristic scar patterns.

γκρίζος λύκος

noun (timber wolf)

Various subspecies of the gray wolf were once found across much of North America.

γκριζομάλλης

adjective (with white, silver hair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That gray-haired gentleman is so distinguished looking!

γκρι περλέ

noun (US (colour: shimmery gray)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Do these shoes come in pearl gray?

περλέ γκρίζος

adjective (shimmery grey)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The visitor was wearing an elegant pearl-grey dress.

σκούρο γκρι

adjective (of a dark metallic colour)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grey στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του grey

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.