Τι σημαίνει το huevo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης huevo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του huevo στο ισπανικά.

Η λέξη huevo στο ισπανικά σημαίνει αυγό, αβγό, αυγό, αβγό, αυγό, αβγό, ωάριο, αλείφω με αυγό, αλείφω με αβγό, eggnog, κάθομαι, αλείφω με αυγό, ωοειδής, ένας σωρός, τηγανητός, δεν μας χέζεις, βραστό αυγό, σοκολατένιο αυγό, χτυπητό αυγό, καναρινί, ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός, αβγό πάπιας, σούπα με αυγά, χρονόμετρο για αυγά, κινέζικη σούπα με αβγά, σφιχτό βραστό αβγό, κρόκος, τηγανητό αυγό, ανεμβρυική κύηση, σοκολατένιο αυγό, αυγοσαλάτα, αβγοσαλάτα, αβγό τουρσί, μελάτο αβγό, πολύς, αβγό από κότα ελευθέρας βοσκής, ασπράδι, δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάρα, κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή, δεν έχω τίποτα να κάνω, είμαι αργόσχολος, δε δίνω δεκάρα, δίνω δεκάρα, δίνω μία, ψειρίζω, Πασχαλινό αυγό, κλούβιο αυγό, αγριοστροφύλλι, δεν με νοιάζει, έχω εγγυημένη επιτυχία, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης huevo

αυγό, αβγό

nombre masculino (τρόφιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ella desayunó dos huevos duros.
Έφαγε δυο βραστά αυγά (or: αβγά) για πρόγευμα.

αυγό, αβγό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mayoría de las aves ponen sus huevos en la primavera.
Τα περισσότερα πουλιά γεννούν τα αυγά (or: αβγά) τους την άνοιξη.

αυγό, αβγό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los peces se alimentaban de huevos de langosta.

ωάριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αλείφω με αυγό, αλείφω με αβγό

(cocina) (με πινέλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Primero se pasan los trozos de pollo por huevo y luego se cubren en harina.
Πρώτα βουτήξτε τα κομμάτια κοτόπουλου σε αυγό, μετά κυλίστε τα στο αλεύρι.

eggnog

(AR, PY, UR) (αλκοολούχο ποτό με αυγά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El candeal es una bebida tradicional durante las vacaciones de invierno.
Το eggnog είναι ένα παραδοσιακό ποτό για τις χειμωνιάτικες διακοπές.

κάθομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos pasamos todo el fin de semana holgazaneando, tomando cerveza y mirando televisión.

αλείφω με αυγό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El panadero glaseó la masa con una capa de huevo.

ωοειδής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ένας σωρός

locución adjetiva (ES, coloquial) (καθομ, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hay un huevo de comida así que nadie debería quedarse con hambre.

τηγανητός

locución nominal masculina (MX)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Para desayunar comí pan tostado, tocino y dos huevos estrellados.

δεν μας χέζεις

(tú, vulgar, ofensivo) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si no te gusta como me salió, ¡chupame un huevo!
Και τι έγινε που δεν σου αρέσει; Χέσε μας!

βραστό αυγό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los huevos hervidos son muy prácticos para un picnic.

σοκολατένιο αυγό

Estos huevos de Pascua están hechos de chocolate con leche.

χτυπητό αυγό

nombre masculino

Pinté la superficie de la masa con huevo batido.

καναρινί

adjetivo (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός

expresión (AR, vulgar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ese primo tuyo es una vergüenza, con esa actitud de todo me chupa un huevo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν υπάρχει περίπτωση να τον προσλάβω με τέτοιο ζαμανφουτισμό που επιδεικνύει.

αβγό πάπιας

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σούπα με αυγά

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un aperitivo típico de los restaurantes chinos es la sopa de huevo.

χρονόμετρο για αυγά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινέζικη σούπα με αβγά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En San Francisco es casi obligatorio empezar el almuerzo con sopa de huevo escalfado.

σφιχτό βραστό αβγό

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los huevos duros son frecuentemente cortados en tajadas para añadirlos a ensaladas.
Τα σφιχτά βραστά αυγά συνήθως χρησιμοποιούνται για κοπή και προσθήκη σε σαλάτες.

κρόκος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Según la receta hay que ponerle una yema de huevo.

τηγανητό αυγό

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Desayunar huevos fritos cada día no es muy saludable.
Το να τρως τηγανητά αυγά κάθε πρωί δεν είναι καλό για την υγεία σου.

ανεμβρυική κύηση

locución nominal masculina

σοκολατένιο αυγό

nombre masculino

αυγοσαλάτα, αβγοσαλάτα

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi jefe solía almorzar un emparedado de ensalada de huevo todos los días.

αβγό τουρσί

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Me gusta preparar y comer huevos encurtidos.

μελάτο αβγό

πολύς

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Debe a todo el mundo un huevo de dinero.

αβγό από κότα ελευθέρας βοσκής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ασπράδι

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάρα

(μεταφορικά, καθομ: για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια

expresión (coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Seguro que ese vestido sale un huevo.
Στοιχηματίζω ότι αυτό το φόρεμα κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια.

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες!

δεν έχω τίποτα να κάνω, είμαι αργόσχολος

locución verbal (Argentina, fam)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Como no fui a trabajar, hice huevo toda la tarde.

δε δίνω δεκάρα

locución verbal (AR, coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Francamente, me importa un huevo la política.
Ειλικρινά δε δίνω δεκάρα για την πολιτική.

δίνω δεκάρα, δίνω μία

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Te parece que me importa un huevo? Me importa un huevo por qué llegaste tarde, ¡estás despedido!

ψειρίζω

(coloquial) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi jefe pierde tiempo encontrándole tres pies al gato en vez de ocuparse de problemas importantes.

Πασχαλινό αυγό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Originalmente, la gente pintaba los huevos de Pascua con colores brillantes para representar la primavera.

κλούβιο αυγό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El olor desagradable del huevo podrido se debe a la emanación de ácido sulfhídrico.

αγριοστροφύλλι

locución nominal femenina (planta) (φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δεν με νοιάζει

locución verbal (AR, vulgar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω εγγυημένη επιτυχία

locución verbal (ES, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(informática)

Este programa contiene un huevo de Pascua.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του huevo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.