Τι σημαίνει το hump στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hump στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hump στο Αγγλικά.

Η λέξη hump στο Αγγλικά σημαίνει καμπούρα, ράχη, το ζόρικο κομμάτι, το δύσκολο κομμάτι, καμπούρα, πηδάω, κυρτώνω, σηκώνω, Καλή Τετάρτη!, τα μισά της εβδομάδας, η μέση της εβδομάδας, σαμαράκι, σαμαράκι, σαμαράκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hump

καμπούρα

noun (on camel, etc.: bump)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A camel's hump has big fat reserves in it that it can use to survive long trips through the desert.
Η καμπούρα της καμήλας έχει μεγάλα αποθέματα λίπους που το χρησιμοποιεί για να επιβιώσει στα μακρινά ταξίδια στην έρημο.

ράχη

noun (on land: ridge) (βουνού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The hikers got over the hump and could now see down into the valley.
Οι πεζοπόροι πέρασαν τη ράχη και έβλεπαν τώρα κάτω την κοιλάδα.

το ζόρικο κομμάτι, το δύσκολο κομμάτι

noun (slang, figurative (most difficult part of [sth])

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Karen had finished her final examinations, which meant she was over the hump.
Η Κάρεν είχε τελειώσει τις τελικές της εξετάσεις, που σήμαινε πως είχε περάσει το δύσκολο κομμάτι.

καμπούρα

noun (on [sb]: curved spine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The old lady had a hump, and couldn't walk very quickly.
Η ηλικιωμένη κυρία είχε καμπούρα και δεν μπορούσε να περπατήσει πολύ γρήγορα.

πηδάω

transitive verb (slang, vulgar (have sex with) (αργκό, μτφ, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog humped his owner's leg.
Ο σκύλος πηδούσε το πόδι του ιδιοκτήτη του.

κυρτώνω

transitive verb (bend outward)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boxer humped his back to protect his head.

σηκώνω

transitive verb (heave) (με κόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The worker humped the box into the back of the truck.

Καλή Τετάρτη!

interjection (slang (Wednesday greeting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα μισά της εβδομάδας, η μέση της εβδομάδας

noun (slang (Wednesday)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Once we get past hump day, we only have to work Thursday and Friday, and then it's the weekend!
Έτσι και περάσουμε τα μισά της εβδομάδας, θα πρέπει να δουλέψουμε μόνο Πέμπτη και Παρασκευή και μετά θα 'ρθει το σαββατοκύριακο!

σαμαράκι

noun (speed bump that slows traffic) (υπερύψωση οδοστρώματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are a lot of road humps along this street.

σαμαράκι

noun (UK (road hump)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαμαράκι

noun (bump in road that slows traffic) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hump στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.