Τι σημαίνει το hung up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hung up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hung up στο Αγγλικά.

Η λέξη hung up στο Αγγλικά σημαίνει τσιτωμένος, κολλημένος με κτ, κολλάω, κολλώ, κολλημένος με κπ, που υφίσταται καθυστέρηση, κλείνω το τηλέφωνο, κρεμάω, παρεμποδίζω, καθυστερώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hung up

τσιτωμένος

adjective (informal (person: anxious) (αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
David finds it hard to relax and have fun; he's too hung up.

κολλημένος με κτ

expression (informal, figurative (neurotic) (μεταφορικά)

Don't get hung up about your appearance - you look fine!
Μην είσαι κολλημένος με την εμφάνισή σου - είσαι μια χαρά!

κολλάω, κολλώ

expression (figurative, slang (preoccupied) (μεταφορικά, καθομ: με κτ, σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There's no need to get hung up on details - I just want a general overview of the situation.
Δεν χρειάζεται να κολλάς στις λεπτομέρειες, θέλω μόνο μια γενική εικόνα της κατάστασης.

κολλημένος με κπ

expression (figurative, slang (infatuated) (μεταφορικά)

She's still hung up on him after all these years.
Είναι ακόμα κολλημένη μαζί του, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια.

που υφίσταται καθυστέρηση

adjective (informal (delayed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We were hung up for a while at the airport due to adverse weather conditions.

κλείνω το τηλέφωνο

phrasal verb, intransitive (replace phone receiver)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is very rude to hang up in the middle of a telephone conversation.
Είναι πολύ αγενές να κλείνεις το τηλέφωνο στη μέση μιας συνομιλίας.

κρεμάω

phrasal verb, transitive, separable (suspend from a high place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children hung up their coats at the back of the classroom.

παρεμποδίζω, καθυστερώ

phrasal verb, transitive, separable (informal, US (delay, impede) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The car accident near the highway off-ramp hung up traffic for several hours.
Το αυτοκινητιστικό ατύχημα κοντά στον αυτοκινητόδρομο παρεμπόδισε την κυκλοφορία για αρκετές ώρες.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hung up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του hung up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.