Τι σημαίνει το humor στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης humor στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του humor στο Αγγλικά.

Η λέξη humor στο Αγγλικά σημαίνει χιούμορ, χιούμορ, χιούμορ, κάνω τη χάρη σε κπ, χυμός, διάθεση, υδατοειδές υγρό, κακή διάθεση, μπλακ χιούμορ, κακή διάθεση, αναιδές χιούμορ, αγενές χιούμορ, πονηρό χιούμορ, χιούμορ που κάνει κπ ενώ το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο, μαύρο χιούμορ, καλή διάθεση, αίσθηση του χιούμορ, υαλοειδές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης humor

χιούμορ

noun (uncountable (funniness)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Kate's dad has no humor at all.
Ο μπαμπάς της Κέιτ δεν έχει καθόλου χιούμορ.

χιούμορ

noun (uncountable (comedy)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The show had a lot of humor in it.
Η παράσταση είχε πολύ χιούμορ.

χιούμορ

noun (uncountable (style of humour)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I don't like this comedian's humor.
Δε μου αρέσει το χιούμορ αυτού του κωμικού.

κάνω τη χάρη σε κπ

transitive verb (indulge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just humour him, eventually he'll realise he's wrong.
Πήγαινε απλά με τα νερά του. Στο τέλος θα καταλάβει πως έχει άδικο.

χυμός

noun (countable, historical, obsolete (medical element)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
People used to believe that your health was tied to your humors.

διάθεση

noun (uncountable (mood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The old man was in a good humor, and was happy to have guests.

υδατοειδές υγρό

noun (fluid in eye) (ιατρική: οφθαλμός)

Aqueous humour is the fluid which helps the lens of the eye maintain its shape.

κακή διάθεση

noun (grumpy mood)

μπλακ χιούμορ

noun (uncountable (morbid comedy)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κακή διάθεση

noun (bad mood)

αναιδές χιούμορ, αγενές χιούμορ

noun (impudence) (αποδοκιμασίας)

The boy is given to cheeky humor: he told old Mrs. Podsnap she was a bit of a doll.

πονηρό χιούμορ

noun (informal (sexual comedy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χιούμορ που κάνει κπ ενώ το πρόσωπό του παραμένει ανέκφραστο

noun (deadpan comedy)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The double-entendre is often an element of dry humor.

μαύρο χιούμορ

noun (UK (macabre jokes)

The medical examiner relies on gallows humor to deal with the nature of her work.

καλή διάθεση

noun (UK (cheerful mood)

When the sun is shining it puts me in good humour.

αίσθηση του χιούμορ

noun (finding things funny)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wally has a strange sense of humor: he's always making jokes that no-one else understands.
Ο Γουάλι έχει περίεργη αίσθηση του χιούμορ. Κάνει συνεχώς αστεία που κανένας άλλος δεν καταλαβαίνει.

υαλοειδές

noun (anatomy) (οφθαλμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του humor στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του humor

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.