Τι σημαίνει το identificar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης identificar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του identificar στο πορτογαλικά.
Η λέξη identificar στο πορτογαλικά σημαίνει αναγνωρίζω, αναγνωρίζω, θεωρώ, ξεχωρίζω, αναγνωρίζω, διακρίνω, αναγνωρίζω, ταυτοποιώ, θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτ, χαρτογραφώ, αναγνωρίζω, εντοπίζω, προσδιορίζω, εντοπίζω, αναγνωρίζω, εντοπίζω, ανακαλύπτω, χαρακτηρίζω, εντοπίζω, βρίσκω, βάζω ετικέτα, κόβω κπ για κτ, διαγιγνώσκω, αναγνωρίζω, ταυτίζομαι, ταυτίζομαι με κπ, συμμερίζομαι, ταυτίζω κπ/κτ με κπ/κτ, ταυτίζομαι με κπ/κτ, συμμερίζομαι, ταυτίζομαι, συναισθάνομαι, δεν αναγνωρίζω σωστά, καταλαβαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης identificar
αναγνωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A testemunha identificou o criminoso. Ο μάρτυρας αναγνώρισε τον εγκληματία. |
αναγνωρίζω, θεωρώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Diversas pessoas foram identificadas como possíveis suspeitos do roubo. Αρκετά άτομα θεωρήθηκαν πιθανοί ύποπτοι για τη ληστεία. |
ξεχωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγνωρίζω, διακρίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tem vários guarda-chuvas aqui, você consegue identificar o seu? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η γυναίκα αναγνώρισε τον κλέφτη στην αναγνωριστική παράταξη υπόπτων. |
αναγνωρίζω, ταυτοποιώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτverbo transitivo (distinguir) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esse ator parece muito familiar, mas não consigo identificá-lo. |
χαρτογραφώverbo transitivo (localizar gene) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Χαρτογράφησαν το γονιδίωμα μιας μύγας μόλις πριν μερικά χρόνια. |
αναγνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A testemunha reconheceu o suspeito. Ο μάρτυρας αναγνώρισε τον ύποπτο. |
εντοπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A polícia está tentando rastrear as testemunhas do acidente. Η αστυνομία προσπαθεί να εντοπίσει μάρτυρες του ατυχήματος. |
προσδιορίζω(με ακρίβεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εντοπίζω, αναγνωρίζω(detectar ou localizar) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εντοπίζω, ανακαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A empresa de gás está tentando rastrear a fonte do vazamento. Η πετρελαϊκή εταιρεία προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή της διαρροής. |
χαρακτηρίζω(κπ κτ, κπ ως κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cedo, os professores de Karen a marcaram como problemática. Από μικρή ηλικία οι δάσκαλοι της Κάρεν την χαρακτήρισαν μπελά. |
εντοπίζω, βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tem um barulho estranho vindo de algum lugar no quarto, mas não consigo localizar exatamente. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Υπάρχει ένας παράξενος θόρυβος που έρχεται από κάπου στο δωμάτιο, αλλά δεν μπορώ να εντοπίσω το ακριβές σημείο. |
βάζω ετικέτα(BRA, estrangeirismo, internet) (σε κπ/κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) O escritor de blog tagueou o post com muitas palavras-chave. Ο συγγραφέας του ιστολογίου έβαλε ετικέτες στην ανάρτηση με αρκετές λέξεις κλειδιά. |
κόβω κπ για κτ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
διαγιγνώσκωverbo transitivo (problema) (πρόβλημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγνωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você pode identificar quem é? |
ταυτίζομαιverbo pronominal/reflexivo (με κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Embora eu seja um gerente agora, entendo os problemas dos trabalhadores. Eu já fui um deles, então consigo me identificar. Αν και τώρα είμαι μάνατζερ, καταλαβαίνω τα προβλήματα των εργαζομένων. Ήμουν ένας από αυτούς κάποτε και έτσι μπορώ να ταυτιστώ. |
ταυτίζομαι με κπ
|
συμμερίζομαι(compreender, empatia por algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ταυτίζω κπ/κτ με κπ/κτ
Οι ψηφοφόροι ταυτίζουν τον αρχηγό του κόμματος με ένα νέο είδος πολιτικής. |
ταυτίζομαι με κπ/κτ(se associar a alguém ou algo) |
συμμερίζομαι, ταυτίζομαι, συναισθάνομαι(αισθήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Você está tendo dificuldades com a sua declaração de imposto? Eu me identifico com essa situação! Σε παιδεύει η φορολογική δήλωση; Σε νιώθω! |
δεν αναγνωρίζω σωστάverbo transitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Consigo simpatizar com a situação dele. Συμμερίζομαι την κατάστασή του. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του identificar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του identificar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.