Τι σημαίνει το ideia στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ideia στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ideia στο πορτογαλικά.

Η λέξη ideia στο πορτογαλικά σημαίνει ιδέα, ιδέα, ιδέα, ιδέα, ιδέα, έννοια, ιδέα, ιδέα, αντίληψη, πνευματικό δημιούργημα, πνευματικό παιδί, πνευματικό τέκνο, γνώμη, άποψη, σκέψη, επιφοίτηση, περνάω από το μυαλό κάποιου, φλερτάρω με κτ, της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, δεν έχω ιδέα, κεντρικό θέμα, τραγική αλήθεια, κτ που σκέφτηκα εκ των υστέρων, κτ που σκέφτηκα μετά, ευφυέστατη ιδέα, φαεινή ιδέα, βασική ιδέα, γενική ιδέα, αφηρημένη ιδέα, πολύ καλή ιδέα, καλή ιδέα, ωραία ιδέα, πρωτότυπη ιδέα, αμυδρή ιδέα, βασική ιδέα, χοντρική προσέγγιση, πανέξυπνη ιδέα, καταπληκτική ιδέα, μεγαλειώδης ιδέα, βασικό θέμα, κολλημένο μυαλό, πιάνω το νόημα, δεν έχω ιδέα, το σκέφτομαι, χώνω παντού τη μύτη μου, υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα, σκέφτηκα κτ καλό, είμαι μία κρύο μία ζέστη, δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι, επινοώ, εφευρίσκω, έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς, καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα, δεν συμβαδίζω με κτ, που δεν καταλαβαίνει, που δεν αντιλαμβάνεται, φαεινή ιδέα, κόλλημα, σκάλωμα, φαεινή ιδέα, καλή ιδέα, ωραία ιδέα, ωραία ιδέα, ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ, αρχίζω να καταλαβαίνω, αλλάζω γνώμη, αλλάζω γνώμη, προοπτική, έχω βρει κτ, λαμβάνω το μήνυμα, ανακαλύπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ideia

ιδέα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nossa conversa me deu uma idéia.
Η συζήτησή μας μου έδωσε μια ιδέα.

ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Minha ideia de nadar logo após o jantar estava condenada ao fracasso.
Η ιδέα μου να κολυμπήσω αμέσως μετά το βραδινό γεύμα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

ιδέα

substantivo feminino (opinião)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele tem algumas ideias estranhas sobre o ato de governar.
Είχε κάποιες περίεργες ιδέες σχετικά με την κυβέρνηση.

ιδέα

substantivo feminino (conceito)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
É uma ideia nova, mas acho que devemos pensar sobre isso.

ιδέα, έννοια

substantivo feminino (η παράσταση που σχηματίζεται στο νου μας από κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu não tens ideia do que eles sofreram.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν καταλαβαίνει την έννοια της ισότητας.

ιδέα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não faço ideia do que ele quer dizer com isso.
Δεν έχω ιδέα τι εννοεί.

ιδέα, αντίληψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quem primeiro desenvolveu a noção de que a vida evolui?
Ποιος ανέπτυξε πρώτος την έννοια της εξέλιξης της ζωής;

πνευματικό δημιούργημα, πνευματικό παιδί, πνευματικό τέκνο

(εφεύρεση, νέα ιδέα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
O computador da Apple foi a criação do Steve Jobs.
Το κομπιούτερ της Apple ήταν το πνευματικό δημιούργημα του Steve Jobs.

γνώμη, άποψη

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele e eu tínhamos opiniões diferentes sobre o assunto.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μην αλλάξεις γνώμη γι' αυτό το θέμα, σε παρακαλώ.

σκέψη

(imagem desagradável)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιφοίτηση

(BRA, figurado, informal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περνάω από το μυαλό κάποιου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Σου πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι μπορεί να διαφωνήσει;

φλερτάρω με κτ

(BRA) (μεταφορικά)

Fred gostava de flertar com a morte e curtia coisas como paraquedismo e mergulhar de penhascos.
Στον Φρεντ άρεσε να φλερτάρει με τον θάνατο και απολάμβανε δραστηριότητες όπως να πηδά με αλεξίπτωτο και να πηδά από βράχους.

της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης

expressão

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι

interjeição (é precisamente o que era esperado)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

δεν έχω ιδέα

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κεντρικό θέμα

(BRA)

Η κεντρική ιδέα του διαγγέλματός του ήταν η ανάγκη για άμεση δράση.

τραγική αλήθεια

(sério, grave)

Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι χιλιάδες απόφοιτοι δεν θα καταφέρουν ποτέ να βρουν δουλειά.

κτ που σκέφτηκα εκ των υστέρων, κτ που σκέφτηκα μετά

(adicionado mais tarde)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helen enviou um e-mail de acompanhamento com uma ideia adicional.

ευφυέστατη ιδέα, φαεινή ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βασική ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γενική ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela não entendeu o texto por completo, mas entendeu a ideia geral.

αφηρημένη ιδέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πολύ καλή ιδέα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
O clima está quente - foi uma ótima ideia trazer água com a gente.
Κάνει ζέστη. Καλά κάναμε που πήραμε νερό μαζί μας.

καλή ιδέα, ωραία ιδέα

(sugestão excelente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Είναι καλή ιδέα να χτενίζεις τα μακριά σου μαλλιά πριν πας για ύπνο. Δεν ήταν καλή ιδέα να φάω εκείνο το τρίτο κομμάτι από το κέικ.

πρωτότυπη ιδέα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμυδρή ιδέα

(noção vaga)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βασική ιδέα

substantivo feminino

Η διάλεξη ήταν λίγο μπερδεμένη στο σύνολό της, αλλά κατάλαβα τη βασική ιδέα. Η βασική ιδέα μίας παραγράφου συχνά μπορεί να συνοψιστεί σε μια πρόταση.

χοντρική προσέγγιση

Acho que custará cerca de 1.000 libras, mas isso é apenas uma ideia aproximada.
Θα σου στοιχίσει περίπου 1000 λίρες, αλλά αυτό είναι μόνο μια πρόχειρη εκτίμηση.

πανέξυπνη ιδέα, καταπληκτική ιδέα, μεγαλειώδης ιδέα

(idéia brilhante)

βασικό θέμα

substantivo feminino (ideia básica)

κολλημένο μυαλό

substantivo feminino

πιάνω το νόημα

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω ιδέα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το σκέφτομαι

(não decidir até a manhã seguinte)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χώνω παντού τη μύτη μου

(ideia básica)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποστηρίζω μια ιδέα, υπερασπίζομαι μια ιδέα

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτηκα κτ καλό

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι μία κρύο μία ζέστη

expressão (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επινοώ, εφευρίσκω

locução verbal (inventar ou planejar algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς

locução verbal (ter entendimento, conhecimento)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα

(entender, compreender) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν συμβαδίζω με κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η νεανική εμφάνιση του Κλάιβ δημιουργεί την ψευδή εντύπωση ότι δεν έχει πολλά χρόνια εμπειρίας ως καθηγητής.

που δεν καταλαβαίνει, που δεν αντιλαμβάνεται

expressão (de forma desapercebida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φαεινή ιδέα

κόλλημα, σκάλωμα

(figurado) (αργκό, μτφ: μανία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχει φάει τέτοιο κόλλημα (or: σκάλωμα) με αυτό το παιχνίδι στο ίντερνετ που μένει ξάγρυπνος παίζοντας μέχρι το πρωί.

φαεινή ιδέα

(ειρωνικά)

Quem teve a grande ideia de trazer a sua mãe junto?

καλή ιδέα, ωραία ιδέα

(pensamento sábio ou esperto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ωραία ιδέα

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ταλανίζομαι για το αν θα κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αρχίζω να καταλαβαίνω

expressão (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu adoraria ter uma noção de física básica.
Πολύ θα ήθελα να αρχίσω να καταλαβαίνω τις βασικές έννοιες της φυσικής.

αλλάζω γνώμη

(figurado)

αλλάζω γνώμη

expressão verbal

προοπτική

expressão

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A ideia de sair de férias com meus sogros não me enchia de alegria.

έχω βρει κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαμβάνω το μήνυμα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανακαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ideia στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του ideia

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.