Τι σημαίνει το igual στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης igual στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του igual στο πορτογαλικά.

Η λέξη igual στο πορτογαλικά σημαίνει ίσος, ισότιμος, όλα το ίδιο, παρόμοια, ίσον, ισάξιος, ίσος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ίσος, ίσος, ίδιος, ολόιδιος, ίδιος, λέξη προς λέξη, κατά λέξη, επί λέξει, ισάξιος, ολόιδιος, όμοιος, όμοιος, αντίστοιχος, ανώτερα, απαράμιλλα, ακριβώς σαν κτ, ίσον, το ίδιο, σχεδόν ίδιος, ίσος, ίδιος, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, τρώω σαν πουλάκι, αγγίζω τα όρια, πενήντα-πενήντα, το ίδιο με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης igual

ίσος, ισότιμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όλα το ίδιο

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όποιο δρόμο και να διαλέξεις, όλοι το ίδιο είναι.

παρόμοια

advérbio (do mesmo modo) (σχετική ομοιότητα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pessoas da mesma região geralmente falam igual.
Όσοι είναι από την ίδια περιοχή συνήθως μιλούν παρόμοια.

ίσον

substantivo masculino (matemática: sinal =)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Use os sinais de igual (=) quando for escrever sua equação.
Χρησιμοποιήστε το σύμβολο ίσον (=) όταν γράφετε την εξίσωσή σας.

ισάξιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eles são jogadores tão iguais que suas partidas duram para sempre.
Είναι τόσο ισάξιοι ως παίκτες που τα παιχνίδια τους διαρκούν πάρα πολύ.

ίσος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A pressão deve ser igual nos quatro pneus.
Η πίεση πρέπει να είναι ίση σε καθένα από τα τέσσερα λάστιχα.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(membro do júri)

Um réu tem direito de ser julgado perante um júri de seus iguais em alguns países.

ίσος

(ίδιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Há um número igual de bolas de gude em cada pote.
Σε κάθε βάζο υπάρχει ίσος αριθμός βώλων.

ίσος

adjetivo (σε ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adicione uma camada igual de leite e creme.
Προσθέστε ίσες ποσότητες γάλακτος και κρέμας.

ίδιος, ολόιδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta partida coloca duas equipes de habilidades semelhantes uma contra a outra.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Συμφωνούμε πάντα: Έχουμε πανομοιότυπο τρόπο σκέψης.

ίδιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A justiça real é justa e imparcial para todos os cidadãos.
Η αληθινή δικαιοσύνη είναι δίκαια αλλά και ίδια για όλους τους πολίτες.

λέξη προς λέξη, κατά λέξη, επί λέξει

(Latim)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ισάξιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ele finalmente encontrou seu equivalente na dura partida de tênis.
Επιτέλους αντιμετώπισε έναν ισάξιό του στο δύσκολο ματς τένις.

ολόιδιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όμοιος

(do mesmo nível)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Seus colegas o votaram como o melhor ator.
Οι συνάδελφοί του τον ψήφισαν ως τον καλύτερο ηθοποιό.

όμοιος, αντίστοιχος

substantivo masculino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Ele é o homem mais gentil que conheço. Nunca conheci alguém igual.
Είναι ο πιο ευγενικός άνθρωπος που γνωρίζω. Δεν έχω συναντήσει ποτέ όμοιό του.

ανώτερα, απαράμιλλα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ακριβώς σαν κτ

(muito parecido)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amy comprou um par de sapatos igualzinho aos seus.
Η Έιμυ έχει πάρει ένα ζευγάρι παπούτσια ολόιδια με τα δικά σου.

ίσον

verbo transitivo (μαθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dois e dois somam quatro.
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

το ίδιο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A lei deve aplicar-se igualmente para ricos e pobres.
Ο νόμος πρέπει να ισχύει το ίδιο για τους πλούσιους και για τους φτωχούς.

σχεδόν ίδιος

locução adjetiva

ίσος, ίδιος

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Em valor, este vaso é igual a esse jarro. Em termos de preço, não há diferença, ambos são iguais.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όσον αφορά την τιμή δεν υπάρχει διαφορά, είναι ίδια μεταξύ τους.

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα

(mal feito) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρώω σαν πουλάκι

(μεταφορικά)

αγγίζω τα όρια

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το να συνεργαστείς με ένα άτομο που έχει καταδικαστεί για απάτη αγγίζει τα όρια της τρέλας!

πενήντα-πενήντα

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το ίδιο με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του igual στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.