Τι σημαίνει το ainda στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ainda στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ainda στο πορτογαλικά.
Η λέξη ainda στο πορτογαλικά σημαίνει ακόμα, ακόμα, ακόμα, μόλις, τελικά, ακόμα, όμως, αν και, αδιάβαστος, ακόμα, αν και, παρ' όλα αυτά, εκτός αυτού, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, και ακόμα περισσότερο, ακόμα καλύτερα, ακόμα και αν, ακόμα και έτσι, όχι ακόμα, για πολύ καιρό ακόμα, για τα επόμενα χρόνια, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο, επίσης, επιπλέον, ακόμη χειρότερα, όλο και περισσότερο, όλο και πιο, ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που, σα να μην έφτανε αυτό, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, ευτυχώς, σαν να μην έφτανε αυτό, πάλι καλά, το κερασάκι στην τούρτα, ακόμα καλύτερος, ακόμη χειρότερος, ακόμα περισσότερο, Μπράβο, τι καλά, και ας, ακόμα, υπό παραγγελία, επιπλέον, θα δείξει, θα δούμε, ωστόσο, έχω μέλλον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ainda
ακόμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu não posso conversar com ele. Ainda não fomos apresentados. Δεν μπορώ να του μιλήσω. Δεν έχουμε συστηθεί ακόμα. |
ακόμαadvérbio (também, em adição) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ainda tenho outra picada de pernilongo. Έχω άλλο ένα τσίμπημα από κουνούπι. |
ακόμαadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ela não está aqui ainda. Δεν έχει έρθει ακόμα. |
μόλις
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ainda ontem eu o vi! Μα τον είδα μόλις χθες! |
τελικάadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eles ainda perceberão que você está correto. |
ακόμαlocução adverbial (como antes) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele não tinha tomado café da manhã, mas ainda assim não estava com fome. Παρόλο που (or: Αν και) δεν είχε φάει πρωινό, δεν πεινούσε. |
όμως
|
αν και
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) As flores são belas, embora não apropriadas para este evento. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Φέρθηκε αντιεπαγγελματικά. Παρ' όλ' αυτά συνέχισε να έχει πελάτες. |
αδιάβαστος(escrita, livro, etc.) (γραπτό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακόμαlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu me sinto ainda pior do que pareço. Αισθάνομαι ακόμα χειρότερα από όσο δείχνω. |
αν και
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρ' όλα αυτά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Thomas teve uma leve lesão na perna, mas, apesar disso, conseguiu vencer a corrida. |
εκτός αυτούexpressão (incluído) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσοadvérbio (informal: mesmo que) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
και ακόμα περισσότεροlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακόμα καλύτεραexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακόμα και αν, ακόμα και έτσιlocução conjuntiva (todavia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu sei que você não gosta de vegetais, querido. Ainda assim, você deve comê-los. Αγάπη μου, το ξέρω ότι δεν σου αρέσουν τα λαχανικά. Ακόμα και έτσι πρέπει να τα φας όμως. |
όχι ακόμαlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Eu ainda não sou fluente em espanhol. Δεν μιλάω ακόμα άπταιστα ισπανικά. |
για πολύ καιρό ακόμαlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για τα επόμενα χρόνιαlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότεροlocução adverbial (εμφατικός τύπος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο(ainda mais, mais ainda) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
επίσης, επιπλέονlocução adverbial (além de, também) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακόμη χειρότεραlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όλο και περισσότερο, όλο και πιοlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mesmo se não nos vermos novamente nunca mais, eu sempre lembrarei de você. Eu ainda amaria chocolate, mesmo se todos odiassem. Ακόμα κι αν δεν ειδωθούμε ποτέ ξανά, θα σε θυμάμαι για πάντα. Θα συνέχιζα να λατρεύω τη σοκολάτα, ακόμα κι αν όλοι τη μισούσαν. |
σα να μην έφτανε αυτό(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Que dia! Primeiro acordei atrasada, depois o boiler estourou, e além disso, tive um pneu furado. Τι μέρα και αυτή! Πρώτα άργησα να ξυπνήσω, μετά έσκασε το θερμοσίφωνο και σαν να μην έφτανε αυτό έπαθα και λάστιχο. |
εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσοlocução adverbial (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Max prometeu mudar, mas ainda assim eu decidi terminar o relacionamento. Ο Μαξ υποσχέθηκε να αλλάξει. Παρ' όλα αυτά αποφάσισα να τερματίσω τη σχέση μας. |
ευτυχώςexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σαν να μην έφτανε αυτόlocução adverbial (informal) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάλι καλάexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το κερασάκι στην τούρτα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eles se perderam no bosque. Para aumentar ainda mais os estragos, a comida acabou. Χάθηκαν στο δάσος. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι τους είχαν τελειώσει τα τρόφιμα. |
ακόμα καλύτεροςexpressão (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακόμη χειρότεροςlocução adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ακόμα περισσότεροlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chorar na frente dela o envergonhou, mas isso a fez amá-lo ainda mais. Ντράπηκε που έκλαψε μπροστά της, αλλά αυτό την έκανε να τον αγαπήσει ακόμα περισσότερο. |
Μπράβο, τι καλάinterjeição (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Coisa boa você ter lembrado do guarda-chuva! Ευτυχώς, θυμήθηκες την ομπρέλα σου! |
και αςconjunção (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu não ligaria para ele, ainda que ele me implorasse. Δεν θα του τηλεφωνούσα δεν πα να με ικέτευε. |
ακόμαadvérbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Com ainda mais delicadeza, ele disse que não comeria mais nada. Με ακόμα μεγαλύτερη λεπτότητα είπε ότι δεν θα έτρωγε τίποτα άλλο. |
υπό παραγγελίαlocução adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιπλέονexpressão (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Το αυτοκίνητο είναι ακριβό και, επιπλέον, άσχημο. |
θα δείξει, θα δούμεexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ωστόσοexpressão (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
έχω μέλλονexpressão (figurado) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ainda στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του ainda
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.