Τι σημαίνει το mesmo στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mesmo στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mesmo στο πορτογαλικά.

Η λέξη mesmo στο πορτογαλικά σημαίνει ο ίδιος, εαυτός, ο ίδιος, ίδιος, εγώ, ο ίδιος, ακόμη και, ακόμα και, Μα τι λες!, Τι μας λες;, θύμισέ μου, ο ίδιος, -, συγκεκριμένος, αλήθεια, μόλις, ίδιος, ίσος, ομοφυλόφιλος, το ίδιο, εν τω μεταξύ, στο μεταξύ, Ωχ!, Αμάν!, Πω πω!, τον εαυτό του, ο εαυτός μου, Ακριβώς!, αμέσως, κατευθείαν, απευθείας, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, πάνω-κάτω ίδιος, εγωκεντρικός, παρ' όλα αυτά, ούτως ή άλλως, εκεί, ταυτόχρονα, μόλις τώρα, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, μόνος μου, από μόνος μου, την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα, παρά, παρόλο, παρομοίως, παράλληλα,ταυτόχρονα, στο ίδιο πνεύμα, στο ίδιο ύφος, ακόμα και τώρα, ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που, συμφωνία, ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που, εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο, στο ίδιο επίπεδο, με τον ίδιο τρόπο που, ισότιμος με κτ, στην ίδια θέση, και εγώ το ίδιο, έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, ευχαριστώ πολύ, Σ' ευχαριστώ πολύ!, Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!, καθόλου, Έχω δίκιο;, Κάν' το μόνος σου, Φτιάξ' το μόνος σου, άλογο που βρίσκεται στον ίδιο στάβλο, πως τον λένε, αυτεπίγνωση, κατασκευές, αυτοτραυµατισµός, αυθημερόν, που μοιάζουν, την ίδια στιγμή με, την ίδια ώρα με, ταυτόχρονα με, τη στιγμή που, ο εαυτός μου, ο εαυτός σου, ισοδυναμώ με κτ, αυταπατώμαι, κάνω κτ για τον εαυτό μου, κάνω κτ για μένα, αρνούμαι να αποδεκτώ, αυταπατώμαι, το να είσαι σωστός με τον εαυτό σου, για σένα, όχι για μένα, είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου, είμαι άνετος, πουλάω στην ίδια τιμή με τον ανταγωνιστή μου, παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου, είμαι ίδιος με, προδίδω τον εαυτό μου, απολαμβάνω, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, παρ΄ όλα αυτά, ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα, εδώ μόλις, πάνω-κάτω ο ίδιος, μαζί, ταυτόχρονα, γρήγορα, αμέσως, με ρυθμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mesmo

ο ίδιος

adjetivo (idêntico)

Vamos ao mesmo lugar nas nossas férias todos os anos.
ΝEW: Τα δύο χαρτονομίσματα ήταν πανομοιότυπα και δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιο ήταν το πλαστό.

εαυτός

(individualidade, identidade) (ταυτότητα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela voltou a ser a mesma de antigamente.
Είναι πάλι ο παλιός εαυτός της.

ο ίδιος

adjetivo (a própria pessoa)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Não, não, não. Não o limpei eu mesma. Pedi à empregada que o fizesse.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Όχι, όχι. Δεν το καθάρισα ο ίδιος. Έβαλα να το κάνει μια υπηρέτρια.

ίδιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Laurie parecia a mesma depois de todos estes anos.
Η Λόρι είναι ακόμα ίδια μετά από τόσα χρόνια.

εγώ

adjetivo (enfático)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Eu mesma não sou alérgica a amendoim, mas meus dois filhos são.
Εγώ, ο ίδιος, δεν είμαι αλλεργικός στα φιστίκια, αλλά και τα δύο παιδιά μου είναι.

ο ίδιος

adjetivo (mesma pessoa)

O mesmo homem desenvolveu a Torre Eiffel e a estrutura da Estátua da Liberdade.
Ο ίδιος άνθρωπος σχεδίασε τον πύργο του Άιφελ και τον κλωβό για το Άγαλμα της Ελευθερίας.

ακόμη και, ακόμα και

advérbio (apesar de)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele não a deixou, mesmo depois de tudo o que ela dissera.
Δεν την εγκατέλειψε, ακόμη και ύστερα από όλα όσα είπε.

Μα τι λες!, Τι μας λες;

(expressando irritação) (αγανάκτηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você não pode estar falando sério mesmo!
Μα τι λες! Τι αγένεια!

θύμισέ μου

advérbio (informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Qual é mesmo o nome do seu namorado?
Πώς είπαμε ότι λένε το αγόρι σου;

ο ίδιος

substantivo masculino (a mesma coisa)

Ela escolheu o mesmo que eu.
Διάλεξε το ίδιο με μένα.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Venha mesmo fazer uma visita! Eu amo você mesmo!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Να έρθεις σίγουρα να μας κάνεις επίσκεψη! Σε αγαπάω, αλήθεια λέω!

συγκεκριμένος

advérbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Foi naquele mesmo dia que ele a pediu em casamento.
Της έκανε πρόταση γάμου εκείνη ακριβώς την ημέρα.

αλήθεια

(isso pode ser verdade?)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você está grávida? Mesmo (or: Sério)?
Είσαι έγκυος; Αλήθεια;

μόλις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ainda ontem eu o vi!
Μα τον είδα μόλις χθες!

ίδιος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
A própria digital provou que ele estava mentindo.

ίσος

(ίδιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Há um número igual de bolas de gude em cada pote.
Σε κάθε βάζο υπάρχει ίσος αριθμός βώλων.

ομοφυλόφιλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το ίδιο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Todos devem ser tratados igualmente.
Όλοι θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο.

εν τω μεταξύ, στο μεταξύ

(ao mesmo tempo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ωχ!, Αμάν!, Πω πω!

(INGL, expressa surpresa)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

τον εαυτό του

(reflexivo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ele lavou-se na banheira.

ο εαυτός μου

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

Ακριβώς!

Quer dizer que esta é nossa nova casa?" "Exatamente!"
«Εννοείς πως αυτό είναι το νέο σπίτι μας;» «Ακριβώς!»

αμέσως, κατευθείαν, απευθείας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quando ele recebeu a ligação, Mark deixou a reunião imediatamente e não voltou.

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πάνω-κάτω ίδιος

locução adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εγωκεντρικός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρ' όλα αυτά, ούτως ή άλλως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu lhe pedi que parasse, mas ele continuou assim mesmo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν με πειράζει να έρθεις μαζί μου, έτσι και αλλιώς εγώ θα πάω.

εκεί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ταυτόχρονα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μόλις τώρα

(informal: há um instante)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο

advérbio (informal: mesmo que)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

μόνος μου, από μόνος μου

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Foi sorte que ambos chegamos ao mesmo tempo.
Ήταν ευχής έργο που φτάσαμε και οι δύο την ίδια ώρα.

παρά, παρόλο

locução adverbial

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

παρομοίως

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παράλληλα,ταυτόχρονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στο ίδιο πνεύμα, στο ίδιο ύφος

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Άρχισε να μιλάει για την πολιτική και συνέχισε στο ίδιο πνεύμα για δύο ολόκληρες ώρες. Η αίσθηση του χιούμορ μου είναι στο ίδιο πνεύμα (or: στο ίδιο ύφος) με το δικό σου: και οι δύο γελάμε με τα ίδια αστεία.

ακόμα και τώρα

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu tinha apenas cinco anos, mas até naquela época eu sabia que a guerra era uma coisa terrível.

συμφωνία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mesmo se não nos vermos novamente nunca mais, eu sempre lembrarei de você. Eu ainda amaria chocolate, mesmo se todos odiassem.
Ακόμα κι αν δεν ειδωθούμε ποτέ ξανά, θα σε θυμάμαι για πάντα. Θα συνέχιζα να λατρεύω τη σοκολάτα, ακόμα κι αν όλοι τη μισούσαν.

εντούτοις, μολαταύτα, ωστόσο

locução adverbial

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Max prometeu mudar, mas ainda assim eu decidi terminar o relacionamento.
Ο Μαξ υποσχέθηκε να αλλάξει. Παρ' όλα αυτά αποφάσισα να τερματίσω τη σχέση μας.

στο ίδιο επίπεδο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os trilhos do trem e a rua estavam no mesmo nível, então as pessoas mal notaram a interseção.
Οι γραμμές του τρένου και ο δρόμος ήταν στο ίδιο επίπεδο εκεί που διασταυρώνονταν και έτσι ο κόσμος μετά βίας πρόσεχε την διασταύρωση.

με τον ίδιο τρόπο που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Προσπάθησα να ζωγραφίσω τα ηλιοτρόπια με τον ίδιο τρόπο που τα έκανε ο Βαν Γκογκ.

ισότιμος με κτ

στην ίδια θέση

expressão

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

και εγώ το ίδιο

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα

(expressar aceitação filosófica)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν πήρα τη δουλειά αλλά έτσι είναι η ζωή. Ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο αλλά έτσι είναι η ζωή.

ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι

interjeição (esta é precisamente a questão)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ευχαριστώ πολύ

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Σ' ευχαριστώ πολύ!, Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθόλου

interjeição

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Έχω δίκιο;

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Κάν' το μόνος σου, Φτιάξ' το μόνος σου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άλογο που βρίσκεται στον ίδιο στάβλο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πως τον λένε

(informal: nome esquecido) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ξαναπέτυχα τυχαία τον πως τον λένε το απόγευμα.

αυτεπίγνωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατασκευές

expressão (στο σπίτι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αυτοτραυµατισµός

expressão

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυθημερόν

adjetivo (serviço)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

που μοιάζουν

expressão (pessoas parecidas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

την ίδια στιγμή με, την ίδια ώρα με, ταυτόχρονα με

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τη στιγμή που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο εαυτός μου

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Είπα στον εαυτό μου ότι θα προσπαθήσω να τελειώσω τη δουλειά.

ο εαυτός σου

(formal)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Pare de olhar para si mesmo no espelho o tempo todo. Certifique-se que você possa cuidar de si mesmo.
Σταμάτα να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη όλη την ώρα.

ισοδυναμώ με κτ

αυταπατώμαι

expressão (informal)

κάνω κτ για τον εαυτό μου, κάνω κτ για μένα

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se você for estudar medicina, certifique-se de que está fazendo para si mesmo, não porque seus pais esperam isso de você.
Αν θέλεις να σπουδάσεις Ιατρική βεβαιώσου ότι το κάνεις για τον εαυτό σου και όχι επειδή το θέλουν οι γονείς σου.

αρνούμαι να αποδεκτώ, αυταπατώμαι

locução verbal (negar a realidade de)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Σταμάτα να αυταπατάσαι - ξέρεις ότι με αγαπάς!

το να είσαι σωστός με τον εαυτό σου

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για σένα, όχι για μένα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
«Μου άρεσε πολύ η ταινία.» «Εμένα πάλι όχι.»

είμαι κυρίαρχος του εαυτού μου

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι άνετος

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πουλάω στην ίδια τιμή με τον ανταγωνιστή μου

(vender algo a preço tão baixo quanto o do competidor)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου

locução verbal (jogo de cartas) (χαρτοπαίγνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ίδιος με

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Η μπλούζα που φόρεσα ήταν ίδια με της αδελφής μου. Το Χριστουγεννιάτικο δείπνο ήταν ίδιο με κάθε άλλη φορά: χοιρομέρι, πατάτες και σαλάτα.

προδίδω τον εαυτό μου

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αν ψήφιζα αυτό το κόμμα, θα πρόδιδα τον εαυτό μου.

απολαμβάνω

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

παρ΄ όλα αυτά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Embora os pais de Chelsea tenham instruído ela a não fazer, ela faltou a aula assim mesmo.
Αν και οι γονείς της της είπαν να μην το κάνει, η Τσέλσυ έκανε κοπάνα από το σχολείο παρ΄ όλα αυτά.

ταυτόχρονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu não consigo limpar a casa e tomar conta das crianças ao mesmo tempo.
Δεν μπορώ να καθαρίζω το σπίτι και να προσέχω τα παιδιά ταυτόχρονα.

εδώ μόλις

advérbio (recentemente aqui)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ήμουν σ' αυτό ακριβώς το σημείο την περασμένη εβδομάδα όταν επισκέφθηκα την Έλεν.

πάνω-κάτω ο ίδιος

locução adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μαζί, ταυτόχρονα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todos pedimos por mais sorvete ao mesmo tempo.
Φωνάξαμε όλοι μαζί για να πάρουμε περισσότερο παγωτό.

γρήγορα, αμέσως

interjeição (informal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με ρυθμό

expressão

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mesmo στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του mesmo

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.