Τι σημαίνει το importar-se στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης importar-se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του importar-se στο πορτογαλικά.

Η λέξη importar-se στο πορτογαλικά σημαίνει ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά, έχω προτίμηση, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά, με πειράζει, με ενοχλεί, νοιάζομαι, εκτιμώ, με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρει, δεν σκέφτομαι, το να νοιάζομαι για κπ, το να ενδιαφέρομαι για κπ, δε με πειράζει, δε με νοιάζει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης importar-se

ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você se importa, então vai doar dinheiro para a causa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν ενδιαφέρεσαι (or: νοιάζεσαι), θα κάνεις μια δωρεά για την ενίσχυση του σκοπού.

με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά

verbo pronominal/reflexivo

Eu me importo com a questão do aquecimento global.
Με ενδιαφέρει (or: με απασχολεί) το θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

έχω προτίμηση

verbo pronominal/reflexivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Você se importa com o tipo de cereal que eu compro?
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχεις κάποια προτίμηση για το ποιο χρώμα να επιλέξω;

δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
E daí que você está chateado? Eu não me importo.
Ε λοιπόν, τι κι αν είσαι αναστατωμένος; Δε με νοιάζει (or: Σκασίλα μου).

με πειράζει, με ενοχλεί

verbo pronominal/reflexivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Eu gostaria de sentar aqui. Tu te importas?
Θα ήθελα να καθίσω εδώ. Έχεις πρόβλημα;

νοιάζομαι

verbo pronominal/reflexivo (ter afeição)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Envie-lhe um e-mail para mostrar que você ainda se importa com ele.
Στείλε του ένα μήνυμα για να του δείξεις πως τον αγαπάς ακόμα.

εκτιμώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mesmo que eles não estejam mais juntos, Sarah ainda se importa com seu ex-marido, como um amigo.

με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρει

verbo pronominal/reflexivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Eu não me importo com a grosseria dos outros usuários de transporte.
Δεν ασχολούμαι με (or: νοιάζομαι για) την αγένεια των άλλων επιβατών.

δεν σκέφτομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το να νοιάζομαι για κπ, το να ενδιαφέρομαι για κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mostrar preocupação com as outras pessoas faz de você um bom vizinho.
Το να νοιάζεσαι για τους άλλους σε κανει καλό γείτονα.

δε με πειράζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δε με νοιάζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του importar-se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.