Τι σημαίνει το importe στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης importe στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του importe στο ισπανικά.

Η λέξη importe στο ισπανικά σημαίνει εισάγω, έχω σημασία, δεν δίνω δεκάρα, με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά, έχω προτίμηση, ακούω, μετράω, μετρώ, με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρει, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, νοιάζομαι, νοιάζομαι για κπ, με πειράζει, με ενοχλεί, ποσό, ποσό, με νοιάζει, με ενδιαφέρει, δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ, ο,τι και να γίνει, ανεξάρτητα από το κόστος, πέρα από αυτά, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει σημασία, δεν πειράζει, ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός, δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάρα, δεν νιώθω τίποτε για, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή, έχω μικρή σημασία, δε δίνω δεκάρα, νοιάζομαι, δίνω δεκάρα, δίνω μία, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα τσακιστή, δίνω δεκάρα, δίνω μία, όπως, με οποιοδήποτε τρόπο, ανεξαρτήτως, όποτε και αν, όποτε και να, άσχετα από, όποιος και αν είναι, δεν με νοιάζει, παρά το ότι, παρά το γεγονός ότι, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά, ανεξάρτητα από κτ, άσχετα με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης importe

εισάγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los Estados Unidos importan un montón de gas de otros países.

έχω σημασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν δίνω δεκάρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No me importa que no te guste el modo en que me visto, ¡yo me pondré lo que me dé la gana!

με ενδιαφέρει, με απασχολεί, με αφορά

Me importa el calentamiento global.
Με ενδιαφέρει (or: με απασχολεί) το θέμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

έχω προτίμηση

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
¿Te importa qué tipo de cereal compre?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχεις κάποια προτίμηση για το ποιο χρώμα να επιλέξω;

ακούω

verbo transitivo (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siempre está en problemas y no le importa.
Μπλέκει πάντα σε μπελάδες και δεν ακούει (or: υπακούει).

μετράω, μετρώ

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sus preocupaciones no importan.

με νοιάζει, με απασχολεί, με ενδιαφέρει

verbo intransitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No me importa la mala educación de los otros pasajeros.
Δεν ασχολούμαι με (or: νοιάζομαι για) την αγένεια των άλλων επιβατών.

ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si te preocupas entonces donarás algo de dinero para la causa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν ενδιαφέρεσαι (or: νοιάζεσαι), θα κάνεις μια δωρεά για την ενίσχυση του σκοπού.

νοιάζομαι

(amar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Envíale un email para hacerle saber que aún le quieres.
Στείλε του ένα μήνυμα για να του δείξεις πως τον αγαπάς ακόμα.

νοιάζομαι για κπ

Por supuesto que quiero pasar más tiempo contigo. Te quiero.
Φυσικά και θέλω να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί σου. Νοιάζομαι για σένα.

με πειράζει, με ενοχλεί

(να κάνω κάτι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
¿Te molesta tener que cuidar a tus hermanos tan seguido?
Σε πειράζει (or: Έχεις πρόβλημα) που πρέπει να προσέχεις τα αδέρφια σου τόσο συχνά;

ποσό

(χρηματικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El importe de la cuenta fue más de lo que él esperaba.
Το ποσό του λογαριασμού ήταν μεγαλύτερο απ' όσο περίμενε.

ποσό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El importe para liquidar la deuda era más de lo que él esperaba.

με νοιάζει, με ενδιαφέρει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Amo a Paul y su felicidad me importa. // No me importa si hace sol o no. Quiero ir a la playa de todas formas.
Τον αγαπώ τον Πωλ και με ενδιαφέρει να είναι ευτυχισμένος. // Δε με νοιάζει αν έχει ήλιο ή όχι. Εξακολουθώ να θέλω να πάω στη θάλασσα.

δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No me tomo la molestia de corregir los mensajes, los mando tal cual, con errores de ortografía y todo.

ο,τι και να γίνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Tenemos que conseguir ese dinero pase lo que pase!
Πρέπει να πάρουμε αυτά τα χρήματα ό,τι και να γίνει!

ανεξάρτητα από το κόστος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quería ese abrigo de pieles independientemente del coste.

πέρα από αυτά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tiene varios inconvenientes que ya he mencionado, pero todo esto aparte creo que es un aparato que nos puede resultar muy útil.

ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς

locución conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sin importar si llueve o no, iremos al partido.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα πάμε στον αγώνα έτσι κι αλλιώς, βρέξει δεν βρέξει.

δεν έχει σημασία, δεν πειράζει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me da igual lo que digas, voy a hacer lo que quiera.
Δεν έχει σημασία τι λες. Θα κάνω αυτό που θέλω.

ωχαδερφισμός, ζαμανφουτισμός

locución verbal (coloquial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Me importa un pito que se enfade.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν υπάρχει περίπτωση να τον προσλάβω με τέτοιο ζαμανφουτισμό που επιδεικνύει.

δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάρα

(μεταφορικά, καθομ: για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν νιώθω τίποτε για

locución verbal (vulgar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me importan un bledo él y sus problemas, es una mala persona que sólo piensa en sí mismo.

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες!

έχω μικρή σημασία

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No me importa si venís conmigo o no, yo igual voy a ir.

δε δίνω δεκάρα

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Francamente, me importa un pepino la política.
Ειλικρινά δε δίνω δεκάρα για την πολιτική.

νοιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¡Me importa un bledo que mi ex se haya echado una novia nueva!

δίνω δεκάρα, δίνω μία

locución verbal (coloq) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me importa un pito lo que piensen o dejen de pensar de mí.
Δε με νοιάζει τι σκέφτεσαι.

δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα τσακιστή

(vulgar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sally dijo que le importa una mierda lo que el infiel de su exesposo haga en su tiempo libre.

δίνω δεκάρα, δίνω μία

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Te parece que me importa un huevo? Me importa un huevo por qué llegaste tarde, ¡estás despedido!

όπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Siempre tiene buen aspecto, independientemente de cómo se vista.
Πάντα δείχνει ωραίος όπως και να ντυθεί.

με οποιοδήποτε τρόπο

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Está decidida a ser famosa, sin importar cómo.
Είναι αποφασισμένη να γίνει διάσημη, με οποιοδήποτε τρόπο.

ανεξαρτήτως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todas las personas, ya sean ricas o pobres, pueden verse afectadas por un desastre natural.

όποτε και αν, όποτε και να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sin importar cuándo vaya, siempre hay una cola larguísima.

άσχετα από, όποιος και αν είναι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes cancelar la cita en cualquier momento, sin importar la razón.
Μπορείς να ακυρώσεις το ραντεβού σου ανά πάσα στιγμή, ανεξαρτήτως λόγου.

δεν με νοιάζει

locución verbal (AR, vulgar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρά το ότι, παρά το γεγονός ότι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A pesar de que un título en artes no le conseguiría un trabajo con un buen sueldo, Tom decidió que estudiar algo que lo apasionara era más importante que el dinero.
Παρά το γεγονός ότι ένα πτυχίο στις θεωρητικές επιστήμες ήταν απίθανο να του αποφέρει μια υψηλά αμειβόμενη εργασία, ο Τομ αποφάσισε πως το να σπουδάσει κάτι με το οποίο ήταν παθιασμένος ήταν πιο σημαντικό από τα χρήματα.

δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Y qué pasa si estás molesto? No me importa.
Ε λοιπόν, τι κι αν είσαι αναστατωμένος; Δε με νοιάζει (or: Σκασίλα μου).

ανεξάρτητα από κτ, άσχετα με κτ

Independientemente de tu opinión, me voy a Florida de vacaciones.
Ανεξάρτητα από τη γνώμη σου, θα πάω στη Φλόριδα για διακοπές.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του importe στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.