Τι σημαίνει το imposto στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης imposto στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του imposto στο πορτογαλικά.

Η λέξη imposto στο πορτογαλικά σημαίνει δασμός, φόρος, φόρος, φόρος, φόρος, δασμός, φόρος προστιθέμενης αξίας, επιβεβλημένος από κπ/κτ, απαιτούμενο φορτίο, απαιτούμενο βάρος φορτίου, δασμός, έμμεση εσωτερική φορολογία, τέλος, εξαναγκασμένος, φόρος, που εκπίπτει από τον φόρο, φόρος επί της αξίας, τελωνειακός δασμός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, φόρος κληρονομιάς, φόρος κατανάλωσης καυσίμων, φόρος εισοδήματος, έμμεσος φόρος, φόρος πολυτελείας, κεφαλικός φόρος, φόρος κατανάλωσης, παρακράτηση φόρου για χρηματοδότηση της παιδείας, έκπτωση φόρου, φοροαπαλλαγή, φορολογική δήλωση, φόρος χαρτοσήμου, μείωση των φόρων, ΑΦΜ, φόρος διοξειδίου του άνθρακα, δημοτικά τέλη, φορολογικό έντυπο, φοροεισπράκτορας, δημοτικό τέλος, παρακράτηση φόρου, έμμεσος φόρος, υπηρεσία δημοτικών δασμών, εισπράκτορας δημοτικών δασμών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης imposto

δασμός, φόρος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Você não precisa pagar imposto sobre o álcool se você o comprar no aeroporto.
Δεν χρειάζεται να πληρώσεις φόρους για τα αλκοολούχα ποτά που αγοράζεις στο αεροδρόμιο.

φόρος

substantivo masculino (εισοδήματος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela ganhou muito ano passado, mas pagou bastante imposto também.
Πέρσι είχε πολλά κέρδη, αλλά πλήρωσε και μεγάλο φόρο.

φόρος

(arrecadação) (τέλος, επιβολή φόρου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O governo precisa aumentar as taxas.
Η κυβέρνηση πρέπει να αυξήσει τους φόρους.

φόρος, δασμός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φόρος προστιθέμενης αξίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επιβεβλημένος από κπ/κτ

adjetivo

απαιτούμενο φορτίο, απαιτούμενο βάρος φορτίου

substantivo masculino (peso que cavalo deve carregar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δασμός

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O país tinha um imposto de importação sobre todos os aparelhos eletrônicos.
Η χώρα είχε φόρο εισαγωγής για όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές.

έμμεση εσωτερική φορολογία

(οικονομία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Importadores são obrigados a pagar um imposto de 3%.

τέλος

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os impostos são altos para propriedades nessa área.
Τα τέλη είναι υψηλά για ιδιοκτησίες σε αυτήν την περιοχή.

εξαναγκασμένος

adjetivo (που επιβάλλεται από κπ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φόρος

(κληρονομιάς)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela teve que pagar muitos impostos sobre a herança quando a mãe dela morreu.

που εκπίπτει από τον φόρο

locução adjetiva (que pode ser abatido no total de impostos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φόρος επί της αξίας

(conforme o valor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τελωνειακός δασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

expressão

φόρος κληρονομιάς

(imposto pagável na morte do dono de propriedade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φόρος κατανάλωσης καυσίμων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φόρος εισοδήματος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
A quantidade de imposto de renda que eu tenho de pagar aumenta a cada ano.
Ο φόρος εισοδήματος που πρέπει να πληρώνω, μοιάζει να αυξάνεται κάθε χρόνο.

έμμεσος φόρος

φόρος πολυτελείας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κεφαλικός φόρος

(Reino Unido, taxa paga por pessoa, frequentemente como direito a voto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φόρος κατανάλωσης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρακράτηση φόρου για χρηματοδότηση της παιδείας

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έκπτωση φόρου

(despesa dedutível no Imposto de Renda)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φοροαπαλλαγή

(imunidade para pagamento de imposto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φορολογική δήλωση

Por favor preencha a sua declaração de Imposto de Renda, informando a sua renda para o ano fiscal de 2008.
Παρακαλώ συμπληρώστε τη φορολογική σας δήλωση αναφέροντας το εισόδημά σας για το οικονομικό έτος 2008.

φόρος χαρτοσήμου

(tarifa paga na aquisição de propeiedade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μείωση των φόρων

(redução na quantidade de impostos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ΑΦΜ

(αριθμός φορολογικού μητρώου)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φόρος διοξειδίου του άνθρακα

(taxa ambiental sobre combustíveis fósseis)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δημοτικά τέλη

(φόρος προς το δήμο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φορολογικό έντυπο

(retorno, documento enviado para IR)

φοροεισπράκτορας

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δημοτικό τέλος

(για εισερχόμενα στην πόλη αγαθά)

παρακράτηση φόρου

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έμμεσος φόρος

υπηρεσία δημοτικών δασμών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εισπράκτορας δημοτικών δασμών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του imposto στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.