Τι σημαίνει το indexing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης indexing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του indexing στο Αγγλικά.
Η λέξη indexing στο Αγγλικά σημαίνει πίνακας περιεχομένων, κατάλογος, δείκτης, δείκτης, ευρετήριο, δείκτης, κατάλογος, δείκτης, δείκτης, δείκτης, φτιάχνω κατάλογο, δημιουργώ ευρετήριο για κτ, δείχνω, δείκτης μάζας σώματος, καρτελοθήκη, δείκτης τιμών καταναλωτή, ΔΚΤ, γλυκαιμικός δείκτης, γλυκαιμικός δείκτης, καρτέλα, δείκτης, αμοιβαίο κεφάλαιο που βασίζεται σε δείκτη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αλφαβητικό ευρετήριο, ευρετήριο, θεραπευτικός δείκτης, ευρετήριο στην άκρη της σελίδας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης indexing
πίνακας περιεχομένωνnoun (contents list of book) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Holly checked the book's index to find the chapter that she wanted to talk about. Η Χόλυ τσέκαρε τον πίνακα περιεχομένων του βιβλίου για να βρει το κεφάλαιο για το οποίο ήθελε να μιλήσει. |
κατάλογοςnoun (ordered list) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ben checked the inventory against the index to see what they needed to restock. Ο Μπεν σύγκρινε το απόθεμα με τον κατάλογο για να δει τι χρειάζεται να συμπληρώσουν. |
δείκτηςnoun (comparative scale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The economist used the cost of living index to compare the livability of different countries. Ο οικονομολόγος χρησιμοποίησε τον δείκτη του κόστους ζωής για να συγκρίνει την κατοικησιμότητα διαφορετικών χωρών. |
δείκτηςnoun (forefinger) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gary cut his index finger while he was trying to cook dinner. Ο Γκάρυ έκοψε τον δείκτη του ενώ προσπαθούσε να φτιάξει βραδινό. |
ευρετήριοnoun (data, computers) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The server was down because of an error with the database index. |
δείκτηςnoun (formula, number) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Jim learned about the refractive index today in his optics class. |
κατάλογοςnoun (list of censored items) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The censor had to check all the confiscated items against his index. |
δείκτηςnoun (exponent) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The square root symbol had an index of 4 next to it. |
δείκτηςnoun (typographic symbol: pointing hand) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The index was used for hundreds of years to highlight important bits of information. |
δείκτηςnoun (indicator) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The temperature index showed that the boiler was overheating. |
φτιάχνω κατάλογοtransitive verb (list contents of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Google indexes every website in the world every few weeks. |
δημιουργώ ευρετήριο για κτtransitive verb (put an index in) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The writer indexed the book and submitted it to the printer. |
δείχνωtransitive verb (indicate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The cold weather indexes the arrival of fall. |
δείκτης μάζας σώματοςnoun (measure of body fat) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) I calculated my body mass index yesterday, and found that I was slightly overweight. |
καρτελοθήκηnoun (card catalog) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δείκτης τιμών καταναλωτήnoun (retail price data) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The consumer price index has risen by 10 percent since the beginning of the year. |
ΔΚΤnoun (initialism (consumer price index) (συντομογραφία) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
γλυκαιμικός δείκτηςnoun (initialism (glycemic index) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Agave nectar has a low G.I. |
γλυκαιμικός δείκτηςnoun (impact of food on blood sugar) |
καρτέλαnoun (information card) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δείκτηςnoun (finger next to the thumb) (δάχτυλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Anna pointed to the diagram on the chalkboard with her index finger. He emphasized his point of view by stabbing his index finger in the air. |
αμοιβαίο κεφάλαιο που βασίζεται σε δείκτηnoun (type of investment scheme) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (point marked on hard disk drive) The index mark indicates the starting point of a track on a hard drive. |
αλφαβητικό ευρετήριοnoun (alphabetical contents list of a serial publication) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ευρετήριοnoun (alphabetical contents list) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θεραπευτικός δείκτηςnoun (toxicity or safety of a drug) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Practitioners must take therapeutic index into consideration when deciding which drug to prescribe. |
ευρετήριο στην άκρη της σελίδαςnoun (tabs on edge of a book's pages) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του indexing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του indexing
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.