Τι σημαίνει το initial στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης initial στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του initial στο Αγγλικά.

Η λέξη initial στο Αγγλικά σημαίνει αρχικό, αρχικά, αρχικός, πρώτος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αρχικό γράμμα, αρχικά, μονογραφώ, αρχικά έξοδα, αρχικό μεσαίου ονόματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης initial

αρχικό

noun (first letter of given name) (συνήθως πληθυντικός)

Harriet Bell is an author who writes under her surname and first initial: H. Bell.
Η Χάριετ Μπελ είναι μια συγγραφέας που χρησιμοποιεί το επίθετό της και το αρχικό του μικρού της ονόματος: Χ. Μπελ.

αρχικά

plural noun (first letters of name)

Kate signed the painting with her initials: "KET".
Η Κέιτ υπέγραψε τον πίνακα με τα αρχικά της: "ΚΕΤ".

αρχικός, πρώτος

adjective (first)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After getting over the initial shock, Ben was glad that he was going to be a father.
Αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ, ο Μπεν χάρηκε που θα γινόταν πατέρας.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (medical: cell)

Vincent spent years conducting research on how to grow an organ out of an initial in a lab.

αρχικό γράμμα

noun (manuscript: first letter)

The old manuscript was illuminated, and every chapter was headed by an intricate initial.

αρχικά

plural noun (acronym)

Jim used the initials of each word to make an acronym.

μονογραφώ

transitive verb (sign with initials)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The customs official initialed the paperwork and let the box through.

αρχικά έξοδα

plural noun (starting costs)

αρχικό μεσαίου ονόματος

noun (first letter of middle name)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother and I have different middle initials: his full initials are MJK and mine are MSK.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του initial στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του initial

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.