Τι σημαίνει το opening στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης opening στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του opening στο Αγγλικά.

Η λέξη opening στο Αγγλικά σημαίνει άνοιγμα, έναρξη, αρχή, άνοιγμα, εγκαίνια, πρεμιέρα, ανοιχτή θέση, κενή θέση, αρχικός, πρώτος, ευκαιρία, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοικτός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, κενός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, πορώδης, ανοιχτός, ελεύθερος, διαθέσιμος, ανοιχτός, ανοιχτός, φανερός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, ανοιχτός, εκτεθειμένος σε κτ, ανοιχτός χώρος, open, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ξεκινώ με, οδηγώ σε, ανοίγω με, εκβάλλω σε, ανοίγω με, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω, ανοίγω με, αφυπνιστικός, εγκαίνια, κενή θέση εργασίας, κάνω τρύπα, ανοίγω τρύπα, δημιουργώ μια ευκαιρία, πρώτη πράξη, καλλιτέχνης που παίζει στην πρώτη πράξη, αρχικό υπόλοιπο, εγκαίνια, έναρξη, ώρες λειτουργίας, πρεμιέρα, άνοιγμα μετοχής, εναρκτήρια δήλωση, η ώρα που ανοίγει, άνοιγμα, συναισθηματικό άνοιγμα,ξεκούμπωμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης opening

άνοιγμα

noun (space in a wall, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Oliver could see through the opening in the wall caused by the explosion.
Ο Όλιβερ μπορούσε να δει μέσα από το άνοιγμα στον τοίχο που προκλήθηκε από την έκρηξη.

έναρξη, αρχή

noun (beginning part)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The opening of the film is very dramatic.
Το ξεκίνημα της ταινίας είναι πολύ δραματικό.

άνοιγμα

noun (act of opening [sth]: door, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the UK, the opening of presents usually happens on Christmas morning.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το άνοιγμα των δώρων συνήθως γίνεται το πρωί των Χριστουγέννων.

εγκαίνια

noun (event: launch)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The opening of the exhibition will be on Thursday.

πρεμιέρα

noun (first performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A lot of stars attended the movie's opening.

ανοιχτή θέση, κενή θέση

noun (job: position available)

We have an opening for an office junior.

αρχικός, πρώτος

adjective (beginning)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Janine's opening remarks made the audience laugh.

ευκαιρία

noun (opportunity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The drinks party tonight will give you an opening to meet the boss.

ανοιχτός

adjective (not closed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The door was open and he walked in.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή και μπήκε.

ανοιχτός

adjective (not blocked)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sewage pipes were open again, once the blockage had been cleared.
Οι σωλήνες της αποχέτευσης ήταν και πάλι ανοιχτοί, όταν έγινε η απόφραξη.

ανοιχτός

adjective (not covered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
An open wound is susceptible to infection.

ανοίγω

transitive verb (door)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She opened the door and walked out of the house.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το σπίτι.

ανοίγω

transitive verb (remove lid, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She opened the bottle of wine with a corkscrew.
Άνοιξε το μπουκάλι του κρασιού με ένα ανοιχτήρι.

ανοίγω

transitive verb (envelope, box)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He opened the box with some scissors.
Άνοιξε το κουτί με ένα ψαλίδι.

ανοίγω

transitive verb (unfasten)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Open your shirt buttons. It's too hot to wear it all closed up to the neck.
Άνοιξε τα κουμπιά του πουκαμίσου σου. Κάνει πολλή ζέστη για να το φοράς κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό.

ανοίγω

intransitive verb (become open)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The door opened by itself.
Η πόρτα άνοιξε από μόνη της.

ανοίγω

intransitive verb (building: open doors)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The theatre opens at three in the afternoon.
Το θέατρο ανοίγει στις τρεις το απόγευμα.

ανοιχτός

adjective (area behind doors)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The theatre was open for anybody to enter.

ανοιχτός

adjective (view: unobstructed)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
From the hilltop one has an open view all the way to the sea.

ανοιχτός

adjective (arms: outstretched)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The toddler walked into Sarah's open arms for a hug.

ανοικτός

adjective (visible to all)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many people consider open government to be important in a democracy.

ανοιχτός

adjective (undecided)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The issue about the budget is still open. Hopefully, we can close it within the week.

ανοιχτός

adjective (sincere) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dr. Smith was quite open and honest with us about the risks of surgery.

ανοιχτός, κενός

adjective (string: unfretted) (ζαργκόν: μουσική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Play the G chord with open strings on your guitar.

ανοιχτός

adjective (accepting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Martin is open to those of all political persuasions.

ανοιχτός

adjective (without partitions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The building has an open floor plan with only a few columns.
Το κτήριο έχει σχεδιαστεί με ανοιχτή διαρρύθμιση και μόνο λίγες κολόνες.

ανοιχτός

adjective (with gaps)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The troops moved in an open formation.

πορώδης

adjective (porous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A sponge has an open surface.

ανοιχτός

adjective (extended, unfolded)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The book is open at chapter three.

ελεύθερος, διαθέσιμος

adjective (not taken)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The tennis court is open for an hour this afternoon. Do you want to reserve it?

ανοιχτός

adjective (informal, US (unregulated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is an open town. You can do pretty much what you please here.

ανοιχτός, φανερός

adjective (not hidden)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The open hostilities shocked the other countries.

ανοιχτός

adjective (phonetics: vowel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The open 'a' sound is different from the closed 'a'.

ανοιχτός

adjective (figurative ([sb]: receptive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm still open to new ideas.

ανοιχτός

adjective (not built up)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My house is in a very rural setting. There's nothing but open countryside for miles around.

ανοιχτός

(without cover)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The back of the pickup truck is open to the sky.

ανοιχτός

(unrestricted) (σε/προς/για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Registration is open to everybody.

εκτεθειμένος σε κτ

(exposed, vulnerable)

If you don't use an antivirus program, your computer will be open to attack.

ανοιχτός χώρος

noun (clear space)

Put it in the open, so we can all see it among all this clutter.
Βάλ'το σε ανοιχτό χώρο, για να το βλέπουμε μέσα σε όλη αυτή την ακαταστασία.

open

noun (golf, tennis: tournament)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The tennis player played at the French Open.

ανοίγω

intransitive verb (cards: make a bid)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Brittany opened with a high bid.

ανοίγω

intransitive verb (part)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The forest opens to reveal a meadow.

ανοίγω

intransitive verb (flower, petals: unfurl)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The daylily petals opened at first light.

ανοίγω

intransitive verb (cards: play first)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
OK, you get to open this time. Throw your first card.

ξεκινώ με

(start by saying)

The plaintiff's lawyer opened with a statement for the jury.

οδηγώ σε

(give access to [sth])

The door opens to a large courtyard.

ανοίγω με

(begin)

The meeting opened with a speech by the president.

εκβάλλω σε

(have an outlet)

The river opens into the Atlantic south of here.

ανοίγω με

(cards: make a bid)

He opened with a three of clubs.

ανοίγω

transitive verb (clear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to open a path through the woods.

ανοίγω

transitive verb (cut into) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor opened the patient to perform heart surgery.

ανοίγω

transitive verb (remove blockage)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor prescribed a new drug that would help open his arteries.

ανοίγω

transitive verb (make gaps, spaces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The platoon opens ranks as it approaches the target site.

ανοίγω

transitive verb (unfold)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He opened the letter and started reading it.

ανοίγω

transitive verb (establish)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The business was opened over fifty years ago.

ανοίγω

transitive verb (unwrap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She opened the gifts one at a time.

ανοίγω

transitive verb (make accessible)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The wheelchair ramp opened the shop to a new group of customers.

ανοίγω

transitive verb (expand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He opened his arms wide.

ανοίγω

transitive verb (reveal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The congressman opened his finances for anyone to see.

ανοίγω με

(commence by doing, saying [sth])

I would like to open the meeting with an apology for the lack of refreshments.

αφυπνιστικός

adjective (revelatory, revealing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seeing where caviar comes from is an eye-opening experience.

εγκαίνια

noun (celebratory first-day event)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κενή θέση εργασίας

noun (employment vacancy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω τρύπα, ανοίγω τρύπα

(make a hole, space)

δημιουργώ μια ευκαιρία

verbal expression (create an opportunity)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτη πράξη

noun (play: first part)

They arrived late at the theatre and missed the opening act.

καλλιτέχνης που παίζει στην πρώτη πράξη

noun (theatre: first performer) (θέατρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My son's band was the opening act for the Rolling Stones concert.

αρχικό υπόλοιπο

noun (initial sum in an account)

εγκαίνια

noun (art gallery's inaugural show)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

έναρξη

noun (opening remark)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The politician's opening gambit was a joke about taxes, but nobody laughed.

ώρες λειτουργίας

plural noun (hours of business)

This shop's opening hours are from 9 am to 5.30 pm.

πρεμιέρα

noun (theatre: first performance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άνοιγμα μετοχής

noun (stock trading: day's starting price) (χρηματιστήριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εναρκτήρια δήλωση

noun (speech at start of a trial)

η ώρα που ανοίγει

noun (UK (hour when a pub opens)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άνοιγμα

noun (literal (act of broadening, making more inclusive) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συναισθηματικό άνοιγμα,ξεκούμπωμα

noun (figurative (sharing one's feelings) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του opening στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του opening

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.