Τι σημαίνει το beginning στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης beginning στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beginning στο Αγγλικά.

Η λέξη beginning στο Αγγλικά σημαίνει αρχή, εκκίνηση, έναρξη, αφετηρία, αρχή, ξεκίνημα, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, αρχή, αρχή, αρχικός, πρώτος, πρώιμος, αρχάριος, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, στην αρχή, στην αρχή του/της, στην αρχή, αρχή και τέλος, η αρχή του τέλους, απ'την αρχή ως το τέλος, ευθύς εξαρχής, από την αρχή, στην αρχή, σηματοδοτώ την έναρξη, γιορτάζω την έναρξη, καινούρια αρχή, αρχή, αρχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης beginning

αρχή, εκκίνηση, έναρξη, αφετηρία

noun (start)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That talent show was the beginning of my career.
Εκείνο το talent show αποτέλεσε την αφετηρία της καριέρας μου.

αρχή

noun (point or time when [sth] starts) (σημείο εκκίνησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was careful from the beginning.
Ήταν προσεκτικός από την αρχή.

ξεκίνημα

noun (first stage of [sth]) (πρώτη σε μια σειρά από ενέργειες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Stripping the old wallpaper was just the beginning of the redecoration.
Το να βγάλουμε την παλιά ταπετσαρία ήταν μόνο το ξεκίνημα της ανακαίνισης.

αρχή, εκκίνηση, έναρξη

noun (emergence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Florence in Italy saw the beginning of the Renaissance.
Η Φλωρεντία της Ιταλίας είδε το ξεκίνημα της αναγέννησης.

αρχή

noun (origin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Their rivalry has its beginning in their early schooldays.
Η αντιπαλότητά τους έχει τις ρίζες της στα πρώτα σχολικά τους χρόνια.

αρχή

plural noun (early stages)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Walmart had its beginnings as a small retail store in Arkansas.
Το Γουόλμαρτ έκανε το ξεκίνημά του ως ένα μικρό μαγαζί στο Αρκάνσας.

αρχικός, πρώτος, πρώιμος

adjective (stages, phase: early)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I am still only in the beginning stages of my recovery.
Είμαι ακόμα στα πρώτα στάδια της ανάρρωσής μου.

αρχάριος

adjective (not yet experienced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This book contains tips and advice for the beginning runner.
Αυτό το βιβλίο περιέχει συμβουλές για τους αρχάριους δρομείς.

αρχίζω, ξεκινάω

transitive verb (start: an activity)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liz begins her homework as soon as she gets home.
Η Λιζ αρχίζει (or: ξεκινάει) τις εργασίες της για το σχολείο αμέσως μόλις γυρίζει σπίτι.

αρχίζω, ξεκινάω

transitive verb (start off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The priest begins the church service with a song.
Ο ιερέας αρχίζει (or: ξεκινά) τη λειτουργία με έναν ψαλμό.

αρχίζω, ξεκινάω

transitive verb (start: doing) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In any discussion, Wendy is always first to begin disagreeing.
Σε κάθε συζήτηση, η Γουέντι είναι η πρώτη που αρχίζει πάντα να διαφωνεί.

αρχίζω, ξεκινάω

(start: to do) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The water began to boil in the pan.
Το νερό άρχισε (or: ξεκίνησε) να βράζει στο κατσαρολάκι.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

intransitive verb (start doing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This project looks difficult, but the sooner we begin, the sooner we'll be finished.
Αυτή η εργασία φαίνεται δύσκολη, αλλά όσο συντομότερα ξεκινήσουμε, τόσο συντομότερα θα τελειώσουμε.

αρχίζω, ξεκινάω

intransitive verb (event: start)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The crowd was waiting for the concert to begin.
Το πλήθος περίμενε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η συναυλία.

αρχίζω, ξεκινάω

intransitive verb (come into being)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A rooster crows as the day begins.
Οι κόκορες λαλούν όταν έρχεται η μέρα.

αρχίζω, ξεκινάω

intransitive verb (start speaking)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"You must be wondering", the detective began, "why I've brought you all here."
«Πρέπει να αναρωτιέστε», άρχισε (or: ξεκίνησε) ο ντετέκτιβ, «γιατί σας έχω φέρει όλους εδώ».

στην αρχή

expression (at the starting point)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A sentence should have a capital letter at the beginning.
Στην αρχή των προτάσεων θα πρέπει να χρησιμοποιείται κεφαλαίο γράμμα.

στην αρχή του/της

expression (at the starting point of) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the old days, most of the credits were shown at the beginning of a movie.
Παλιά, οι τίτλοι εμφανίζονταν στην αρχή των ταινιών.

στην αρχή

expression (initially, to start with)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
At the beginning, I was mistrustful of John, but I have grown to like and respect him.

αρχή και τέλος

noun (totality of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That's the beginning and end of the matter, I won't discuss it further.

η αρχή του τέλους

noun (point [sth] is doomed)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The sex scandal marked the beginning of the end for his career.

απ'την αρχή ως το τέλος

adverb (all the way through)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I read the whole 400-page report from beginning to end.

ευθύς εξαρχής, από την αρχή

adverb (from the very first moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I said it from the beginning, I will never be completely monogamous!

στην αρχή

adverb (at the start)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the beginning I couldn't see anything, but then my eyes became used to the darkness.
Στην αρχή δεν μπορούσα να δω τίποτα, στη συνέχεια όμως τα μάτια μου συνήθισαν το σκοτάδι.

σηματοδοτώ την έναρξη

verbal expression (be the start of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lighting of the torch marks the beginning of the Olympic Games.

γιορτάζω την έναρξη

verbal expression (celebrate the start of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the year 2000, there were celebrations around the world to mark the beginning of the new millennium.

καινούρια αρχή

noun (fresh start)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After weeks of rain, the sunny day felt like a new beginning.

αρχή

noun (first word: of a text)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The very beginning of the Bible is one of its best-known passages.

αρχή

noun (first moment, starting point)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let's make the rules clear from the very beginning.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beginning στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του beginning

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.