Τι σημαίνει το interna στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης interna στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του interna στο ισπανικά.

Η λέξη interna στο ισπανικά σημαίνει κλείνω σε ψυχιατρική κλινική, εισάγω, εσωτερικός, εσωτερικός, εμφύλιος, εσωτερικός, εκτός δρόμου, ενδοτοιχωματικός, εσωτερικός, ενδότερος, ενδόμυχος, μύχιος, εγχώριος, εσωτερικός, εσωτερικός, εσωτερικός, εκ των έσω, εσωτερικός, εσωτερικός αριθμός, εσωτερικός, ειδικευόμενος, παθολόγος, εσωτερικός, oικότροφος, οικότροφη, οικότροφος, στη μέση της ατράκτου, νοσηλεύω, εισάγω σε ίδρυμα, εγκλείω σε ίδρυμα, εγκλείω, εισάγω, εγκλείω σε ψυχιατρική κλινική, φυλακίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης interna

κλείνω σε ψυχιατρική κλινική

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Internaron a la escultora Camile Claudel en 1930 y murió 30 años después.

εισάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La internaron contra su voluntad.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Toda la electrónica era interna; la maquina parecía ser una caja.
Τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα ήταν όλα εσωτερικά. Η μηχανή έμοιαζε απλά σαν ένα κουτί.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εμφύλιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εσωτερικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Implementarán un plan interno de capacitación en vez de mandar a todos los empleados fuera de la ciudad.

εκτός δρόμου

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ενδοτοιχωματικός

adjetivo (ιατρική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εσωτερικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Todas las quejas de los empleados fueron transferidas a asuntos internos, y nunca nada cambió.
Όλα τα παράπονα των εργαζομένων τα διαχειριζόταν το τμήμα εσωτερικών υποθέσεων και τίποτα ποτέ δεν άλλαζε.

ενδότερος, ενδόμυχος, μύχιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εγχώριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La tienda solo vendía productos internos y no aceptaba mercancías de exportación.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Después de la muerte de su madre, Peter tuvo un montón de problemas internos que resolver.
Μετά τον θάνατο της μαμάς του, ο Πήτερ είχε πολλά ψυχολογικά θέματα να λύσει.

εσωτερικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El filósofo se preocupaba más por su yo interno, y menos por lo que otras personas opinaban sobre él.
Ο φιλόσοφος ενδιαφερόταν περισσότερο για τον εσωτερικό του εαυτό και λιγότερο για το τι σκέφτονταν γι' αυτόν οι άλλοι.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Taylor trabajaba como médico de medicina interna.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Μαρία κάνει ειδικότητα στην εσωτερική παθολογία.

εκ των έσω

(λόγιος)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Los rumores internos eran que lo iban a despedir.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El tiro de Larry dio en el círculo rojo interno.

εσωτερικός αριθμός

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Hannah marcó el número y el interno.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La parte interior de la casa tenía muchos artículos de colección.
Το εσωτερικό μέρος του σπιτιού ήταν γεμάτο με συλλεκτικά αντικείμενα.

ειδικευόμενος

(κάνει ειδικότητα)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Después de ir a la facultad de medicina, Erin se hizo residente en el hospital de Lake County.
Μετά την ιατρική, η Έριν έγινε ειδικευόμενη στο Νοσοκομείο της Λέικ Κάουντι.

παθολόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El monje vivía en el desierto y trataba de encontrar la paz interior.

oικότροφος, οικότροφη

(alumno)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

οικότροφος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La escuela tiene 100 internos y 20 alumnos externos.

στη μέση της ατράκτου

(για πλοία, αεροπλάνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los pasajeros sentados en la sección interior del avión, por lo general están cerca de los baños.

νοσηλεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pete fue hospitalizado después de un accidente automovilístico.

εισάγω σε ίδρυμα, εγκλείω σε ίδρυμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi hijo tuvo una crisis de nervios y lo internamos.

εγκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de declararlo esquizofrénico, internaron a Brian.
Αφού ανακηρύχθηκε σχιζοφρενής, ο Μπράιαν νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική.

εισάγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Alguna vez lo han internado en un hospital?
Είχες ποτέ εισαχθεί στο νοσοκομείο;

εγκλείω σε ψυχιατρική κλινική

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se puede internar a un paciente cuando se considera que puede resultar una amenaza para sí mismo o para los demás.

φυλακίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gobierno estadounidense internó a inmigrantes japoneses por toda la costa oeste durante la segunda guerra mundial.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του interna στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.