Τι σημαίνει το interior στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης interior στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του interior στο ισπανικά.

Η λέξη interior στο ισπανικά σημαίνει εσωτερικός, εσωτερικός, εσωτερικό, ενδοχώρα, εσωτερικός, εσωτερικός, ενδοχώρα, ενδοχώρα, εσωτερικό, εσωτερικός, εσωτερικό, εσωτερικός, εκ των έσω, εσωτερικός, επένδυση, επαρχία, εσωτερικό, που περιβάλλεται από ξηρά, στη μέση της ατράκτου, στην ενδοχώρα, της ενδοχώρας, κάθαρση, μεσοφόρι, Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, κομπινεζόν, εσώρουχα, Η ομορφιά είναι επιφανειακή., η ομορφιά φαίνεται στην ψυχή, εσώρουχο, εσώρουχο, φυτό εσωτερικού χώρου, εσώρουχα, εσωτερική πόρτα, εσωτερική λωρίδα στίβου/πίστας, καθρέφτης, ρεύμα συνείδησης, εσωτερική πολιτική, υπουργός εσωτερικών, εσωτερική πισίνα, εσωτερική ομορφιά, εσωτερική ηρεμία, εσωτερική γαλήνη, εσωτερική δύναμη, εσώρουχα, εσωτερικό εξώφυλλου, εσωτερικός μονόλογος, επιπλέον φόδρα ή ενίσχυση μεταξύ του εξωτερικού υφάσματος και της κανονικής, το παιδί μέσα μου, εσωτερικός εαυτός, εσώρουχα, είμαι ξεβράκωτος, ηπειρωτικός, το παιδί μέσα μου, κοιτώ μέσα σε, Υπουργείο Εσωτερικών, μέσα, εσωτερικός πλανήτης, του σπιτιού, εσώρουχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης interior

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La parte interior de la casa tenía muchos artículos de colección.
Το εσωτερικό μέρος του σπιτιού ήταν γεμάτο με συλλεκτικά αντικείμενα.

εσωτερικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las tres secciones interiores están forradas con marfil.
Τα τρία εσωτερικά τμήματα είναι καλυμμένα με ελεφαντόδοντο.

εσωτερικό

nombre masculino (μέσα μέρος κτιρίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La estructura del edificio está en buenas condiciones, pero el interior necesita remodelación.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το εσωτερικό της αίθουσας είναι σκοτεινό με χαμηλό ταβάνι.

ενδοχώρα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan se mudó al interior porque no le gustaba el clima costero.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El monje vivía en el desierto y trataba de encontrar la paz interior.

εσωτερικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si llueve podemos ir a la piscina interior.
Αν βρέξει, θα πάμε στην εσωτερική πισίνα.

ενδοχώρα

(de un país)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando estaba en el ejército, mandaron a Jimmy a una estación en el interior del país.

ενδοχώρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La familia Johnson se mudó de Sydney al interior el año pasado.

εσωτερικό

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El gobierno trata de asegurarse de que la mayor parte de las inversiones vienen del interior.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να διασφαλίσει πως οι περισσότερες επενδύσεις είναι εσωτερικές.

εσωτερικό

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El interior de esta casa es hermoso.
Το εσωτερικό του σπιτιού είναι όμορφο.

εσωτερικός

adjetivo (deportes)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El auto interior está a la delantera.
Το αμάξι στην εσωτερική προπορεύεται.

εκ των έσω

(επίσημο)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Con ese gobierno, nadie sabe lo que está pasando en su interior.

εσωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Toda la electrónica era interna; la maquina parecía ser una caja.
Τα ηλεκτρονικά εξαρτήματα ήταν όλα εσωτερικά. Η μηχανή έμοιαζε απλά σαν ένα κουτί.

επένδυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El revestimiento del fondo del camión estaba estropeado.

επαρχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
William sufrió el choque cultural cuando se mudó a las provincias.
Ο Ουίλλιαμ υπέστη πολιτιστικό σοκ όταν μετακόμισε στην επαρχία.

εσωτερικό

(coloquial)

Mete la mano en las tripas de la máquina a ver si encuentras los engranajes.

που περιβάλλεται από ξηρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Varios de los estados de Estados Unidos están rodeados de tierra.

στη μέση της ατράκτου

(για πλοία, αεροπλάνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los pasajeros sentados en la sección interior del avión, por lo general están cerca de los baños.

στην ενδοχώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando los peces se agotaron, muchos de los pescadores tuvieron que mudarse tierra adentro y conseguir nuevos trabajos.

της ενδοχώρας

locución adjetiva (región, país)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La costa se mantiene fresca, pero las temperaturas del interior están subiendo.

κάθαρση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεσοφόρι

(ropa interior femenina)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν

(sigla)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El PIB es un indicador que sirve para medir la situación económica de un país.

κομπινεζόν

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εσώρουχα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

Η ομορφιά είναι επιφανειακή.

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η ομορφιά φαίνεται στην ψυχή

expresión

εσώρουχο

locución nominal femenina (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tim se vistió, poniéndose primero la ropa interior y luego unos vaqueros y una camiseta.
Ο Τιμ ντύθηκε φορώντας το εσώρουχό του και μετά το τζιν και το μπλουζάκι του.

εσώρουχο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυτό εσωτερικού χώρου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El conservatorio estaba lleno de exóticas plantas de interior.

εσώρουχα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Guardó su ropa interior limpia.
Τακτοποίησε τα καθαρά του εσώρουχα.

εσωτερική πόρτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La puerta interior es de diferente color para hacer juego con los tonos de la habitación.

εσωτερική λωρίδα στίβου/πίστας

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθρέφτης

(αυτοκινήτου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los buenos conductores miran frecuentemente el espejo retrovisor para saber qué está pasando detrás de ellos.

ρεύμα συνείδησης

locución nominal masculina (técnica narrativa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Virginia Woolf es conocida por el uso del monólogo interior en sus novelas.

εσωτερική πολιτική

locución nominal femenina

Es difícil decir si cometió más errores en política interior o exterior.

υπουργός εσωτερικών

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
El Ministro del Interior dio una rueda de prensa sobre las recientes detenciones realizadas por la Policía Nacional.

εσωτερική πισίνα

La mayoría de los hoteles tienen piscina cubierta.

εσωτερική ομορφιά

Puede que no sea la chica más bonita, pero al menos tiene belleza interior.

εσωτερική ηρεμία, εσωτερική γαλήνη

locución nominal femenina

¿Notaste la paz interior que refleja su mirada?

εσωτερική δύναμη

Se sobrepuso a los graves problemas gracias a su fuerza interior.

εσώρουχα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

εσωτερικό εξώφυλλου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El precio del libro está anotado en el interior de la tapa.

εσωτερικός μονόλογος

nombre masculino

El propósito del monólogo interior es el de revelar lo más íntimo del personaje.

επιπλέον φόδρα ή ενίσχυση μεταξύ του εξωτερικού υφάσματος και της κανονικής

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το παιδί μέσα μου

locución nominal masculina (εσωτερικός κόσμος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εσωτερικός εαυτός

locución nominal masculina

La meditación te puede ayudar a encontrar a tu yo interior.

εσώρουχα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

είμαι ξεβράκωτος

locución verbal (καθομιλουμένη)

ηπειρωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το παιδί μέσα μου

locución nominal con flexión de género

κοιτώ μέσα σε

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Podía ver el interior de la casa por la ventana de la planta baja.

Υπουργείο Εσωτερικών

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los asuntos relacionados con la inmigración pertenecen al área de Ministerio del Interior.

μέσα

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Guardó sus sentimientos en su interior.

εσωτερικός πλανήτης

locución nominal masculina

του σπιτιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Actualmente se dedica a la decoración del hogar.
Τώρα ασχολείται πολύ με τη διακόσμηση του σπιτιού.

εσώρουχο

locución nominal femenina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Has visto su ropa interior colgada para secar? Toda es roja y sedosa.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του interior στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του interior

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.