Τι σημαίνει το introduce στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης introduce στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του introduce στο Αγγλικά.

Η λέξη introduce στο Αγγλικά σημαίνει συστήνω, γνωρίζω, συστήνω, γνωρίζω, παρουσιάζω, εισάγω, φέρνω, κάνω εισαγωγή, μαθαίνω, κάνω μια εισαγωγή σε κτ, λανσάρω, προσθέτω, συστήνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης introduce

συστήνω, γνωρίζω

transitive verb (present [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Allow me to introduce my friend Stephen.
Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τον φίλο μου Στίβεν.

συστήνω, γνωρίζω

(make acquainted) (κάποιον σε κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It was me who introduced Maria to Ali.
Εγώ ήμουνα αυτός που γνώρισε τη Μαρία στον Αλί.

παρουσιάζω

transitive verb (new idea: present) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me introduce my theory.
Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τη θεωρία μου.

εισάγω

transitive verb (law: bring in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They introduced a smoking ban in pubs here in 2006.
Εισήγαγαν την απαγόρευση του καπνίσματος στις παμπ το 2006.

φέρνω

([sth] alien: add)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cargo from Jamaica introduced the deadly insect into Spain.
Το φορτίο από την Τζαμάικα μετέφερε το θανατηφόρο έντομο στην Ισπανία.

κάνω εισαγωγή

transitive verb (preface)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He introduced the topic with some historical background.
Έκανε την εισαγωγή στο θέμα με κάποια ιστορικά στοιχεία.

μαθαίνω

(figurative (make familiar) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He introduced me to this brilliant website.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με μύησε στα μυστικά του ίντερνετ.

κάνω μια εισαγωγή σε κτ

(give first experience of [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Before being allowed to dive in the ocean, the trainees were introduced to the scuba equipment in the swimming pool.
Πριν τους επιτραπεί να βουτήξουν στη θάλασσα, οι εκπαιδευόμενοι μυήθηκαν στη χρήση του εξοπλισμού κατάδυσης στην πισίνα.

λανσάρω

transitive verb (product: launch) (καθομιλουμένη, ζαργκόν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company introduced the new model of the car in October.

προσθέτω

(figurative (insert) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He introduced an element of humour into his speech.

συστήνομαι

transitive verb and reflexive pronoun (say your name, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του introduce στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του introduce

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.