Τι σημαίνει το salt στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης salt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salt στο Αγγλικά.

Η λέξη salt στο Αγγλικά σημαίνει αλάτι, αλατίζω, αλάτι, αλάτι, άλας, αλατοπίπερο, ναυτικός, παστός, αλμυρός, αρμυρός, παστώνω, φυτεύω, βάζω στην άκρη, άλατα μπάνιου, αλάτι αρωματισμένο με σέλερι, θειική μαγνησία, ανθός αλατιού, αλάτι με γεύση σκόρδου, κόκκος αλατιού, δίαιτα χαμηλή σε νάτριο, ναύτης, μια πρέζα αλάτι, ορυκτό αλάτι, γκρίζος, ψαρός, αλατιέρα και πιπεριέρα, αλάτι και ξύδι, αλατιέρα, ποσοστό αλατιού, ποσό αλατιού, αλυκή, αλυκή, αλυκή, αλατωρυχείο, καλός άνθρωπος, το άλας της γης, το αλάτι της γης, αλυκή, παστό χοιρινό, αλατιέρα, αλατόνερο, αλατόνερο, αλατιέρα, αλατούχος λεκάνη, θαλασσινό αλάτι, αλάτι αρωματισμένο με βότανα, μαγειρικό άλας, δεν παίρνω τοις μετρητοίς, καλός στη δουλειά του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης salt

αλάτι

noun (seasoning)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Can you pass the salt, please?
Μου δίνεις το αλάτι, σε παρακαλώ;

αλατίζω

transitive verb (add salt to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He salted his steak.
Έβαλε αλάτι στην μπριζόλα του.

αλάτι

noun (sodium chloride) (χλωριούχο κάλιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Common salt is a naturally-occurring compound of sodium.

αλάτι

noun (preservative)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Put salt on the meat to keep it from rotting.

άλας

noun (chemical compound)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is no net charge, positive or negative, in a salt.

αλατοπίπερο

noun (dated, figurative (wit, piquant element) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Let's add some salt to this dry dialogue.

ναυτικός

noun (informal (sailor)

The old salt had been sailing for over forty years.

παστός

noun as adjective (cured with salt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I love salt fish, but my brother hates it.

αλμυρός, αρμυρός

noun as adjective (containing salt)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This fish lives only in salt water.

παστώνω

transitive verb (cure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That producer salts the best hams around.

φυτεύω

transitive verb (slang, figurative (introduce fraudulently) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They salted the mine with gold nuggets to swindle potential investors.

βάζω στην άκρη

phrasal verb, transitive, separable (informal (save, keep in reserve)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άλατα μπάνιου

plural noun (scented crystals)

αλάτι αρωματισμένο με σέλερι

noun (seasoning)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θειική μαγνησία

noun (magnesium crystals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He takes Epsom salts as a remedy for indigestion.

ανθός αλατιού

noun (finest-quality sea salt)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αλάτι με γεύση σκόρδου

noun (salt flavored with ground garlic)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He won't eat hamburger without garlic salt.

κόκκος αλατιού

noun (salt crystal) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The sand was fine but not powdery, like grains of salt.

δίαιτα χαμηλή σε νάτριο

noun (regimen which restricts salt intake)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My doctor has recommended that I follow a low-salt diet.

ναύτης

noun (slang (sailor) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The old salt staggered from the inn back to his ship.

μια πρέζα αλάτι

noun (small amount of salt in cooking)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορυκτό αλάτι

noun (sodium chloride occurring in rocks)

Rock salt is mined at Carrickfergus in Northern Ireland.

γκρίζος, ψαρός

adjective (figurative (hair colour: grey and white)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was about fifty and had salt and pepper hair.

αλατιέρα και πιπεριέρα

plural noun (seasoning dispensers) (δοχεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλάτι και ξύδι

plural noun (seasoning combination)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλατιέρα

noun (container for table salt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ποσοστό αλατιού, ποσό αλατιού

noun (amount of salt in [sth]) (πόσο αλάτι περιέχει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι ποσοστό αλατιού αναγράφει αυτή η συσκευασία;

αλυκή

noun (area of salty wetland)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλυκή

noun (area of salty wetland)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλυκή

noun (area of salty wetland)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Coastal Georgia has miles of lovely rivers, estuaries, and salt marsh.

αλατωρυχείο

noun (place where salt is extracted)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The salt mine outside of town supplies enough salt for the whole state. They sent me to the salt mines.
Το αλατωρυχείο έξω από την πόλη παρέχει αρκετό αλάτι για όλη την πολιτεία. Με έστειλαν στα αλατωρυχεία.

καλός άνθρωπος

noun (figurative (person: good, decent)

He's the salt of the earth and would help anyone who asked him.

το άλας της γης, το αλάτι της γης

plural noun (figurative (people: good, decent) (σπάνιο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The salt of the earth are those people who behave decently and work hard.

αλυκή

(salt-containing depression)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παστό χοιρινό

(cuisine)

αλατιέρα

noun (container that dispenses salt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Be sure to put the salt shaker on the table if you're serving eggs.

αλατόνερο

noun (water with high salt content)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Chesapeake Bay is a mix of fresh water from the rivers and salt water from the ocean. This fish only lives in salt water.

αλατόνερο

noun (saline solution)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My dentist recommended I gargle with salt water after my extraction.

αλατιέρα

noun (shaker for table salt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The table was empty except for the saltcellar and pepper mill.

αλατούχος λεκάνη

noun (geography: basin with salt deposits)

θαλασσινό αλάτι

noun (salt extracted from the sea)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I always cook with sea salt.

αλάτι αρωματισμένο με βότανα

noun (condiment)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The chef decided not to use the seasoned salt.

μαγειρικό άλας

noun (sodium chloride used as condiment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I was told to gargle with table salt dissolved in warm water.

δεν παίρνω τοις μετρητοίς

verbal expression (figurative (be slightly skeptical)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Steven's known to exaggerate: I'd take anything he says with a grain of salt.

καλός στη δουλειά του

expression (good worker)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του salt

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.