Τι σημαίνει το bolsa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bolsa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bolsa στο πορτογαλικά.

Η λέξη bolsa στο πορτογαλικά σημαίνει τσάντα, τσάντα ταχυδρόμου, τσάντα, μάρσιπος, τσάντα, κοινωνικές απολαβές, χρηματιστήριο, πορτοφόλι, πορτοφολάκι, πουγκί, βαλίτσα, μπογαλάκι, δισάκι, πορτοφολάκι, πουγκί, τσάντα, τσάντα, θύλακας, κύστη, σακίδιο σέλας μηχανής, επιχορήγηση, τσάντα, τσάντα, συσκευασμένος σε πλαστική σακούλα, υποτροφία, χρηματιστήριο, υποτροφία, τσάντα, σακούλα, τσάντα, σακούλα, <div>παραδοσιακό σκωτσέζικο τσαντάκι</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ταχυδρομικός σάκος, αμνιακός σάκος, κομπρέσα με πάγο, πουγγί, ζεστή κομπρέσα, πλεχτή τσάντα, τσάντα ώμου με λουρί, χρηματιστήριο, χρηματιστήριο, τσάντα εργαλείων, τσάντα εργαλείων, σχολική τσάντα, clutch, κλατς, τσάντα υπολογιστή, τσάντα ηλεκτρονικού υπολογιστή, τσάντα Η/Υ, τσάντα κομπιούτερ, νεσεσέρ, τσάντα αλλαγής, χρηματιστήριο, σάκος γυμναστηρίου, θερμοφόρα, κασετίνα, περίπαρση, συσκευασία ενός λίτρου, αθλητική υποτροφία, Χρηματιστήριο Νέας Υόρκης, παγοκύστη, σακίδιο εκτάκτου ανάγκης, υποτροφία, αθλητικό σακίδιο, χρηματιστήριο, θερμοφόρα, υποτροφία, κατάλογος μετοχών, αγορά, κέρδος, τσάντα, τσάντα, υποτροφία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bolsa

τσάντα

substantivo feminino (de mulher (EUA)) (γυναικεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela abriu a bolsa para pegar a carteira.
Άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει το πορτοφόλι της.

τσάντα ταχυδρόμου

(BRA, informal, bolsa de ombro)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τσάντα

(bolsa feminina) (γυναικεία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάρσιπος

substantivo feminino (anatomia: do canguru)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cangurus carregam seus bebês nas bolsas.
Τα καγκουρώ κουβαλούν τα μικρά τους σε μάρσιπους.

τσάντα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Acho que tenho trocado na minha bolsa.
Νομίζω πως έχω μερικά ψιλά στην τσάντα μου.

κοινωνικές απολαβές

(κρατική οικονομική βοήθεια)

Até mesmo trabalhadores às vezes precisam de bolsas para fazerem a conta fechar.
Ακόμα και οι εργαζόμενοι χρειάζονται ορισμένες φορές επιδόματα για να τα βγάλουν πέρα.

χρηματιστήριο

substantivo feminino (figurado, financeiro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A bolsa estava em atividade hoje e muitas pessoas ganharam dinheiro.

πορτοφόλι, πορτοφολάκι

(χρήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πουγκί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jude carregava um pouco de comida para o almoço na sua bolsa.

βαλίτσα

substantivo feminino (ανάλογα με το είδος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπογαλάκι, δισάκι

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tudo o que o viajante carregava era uma bolsa pequena e um livro.
Τα μόνα που είχε μαζί του ο ταξιδιώτης ήταν ένα μικρό μπογαλάκι και ένα βιβλίο.

πορτοφολάκι

substantivo feminino (para moedas) (ειδικό για κέρματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu deixo uma bolsa pequena no carro com moedas para o parquímetro.

πουγκί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O joalheiro despejou os diamantes fora da algibeira para examiná-los.
Ο κοσμηματοπώλης τίναξε το πουγκί και έβγαλε τα διαμάντια για να τα ελέγξει.

τσάντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θύλακας

(BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κύστη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σακίδιο σέλας μηχανής

substantivo masculino (colocada numa moto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιχορήγηση

substantivo feminino (ajuda financeira) (χρηματικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A aluna da pós-graduação recebeu uma subvenção (or: bolsa) para concluir sua tese.
Η μεταπτυχιακή φοιτήτρια έλαβε επίδομα για να ολοκληρώσει την διπλωματική της εργασία.

τσάντα

(carteira de dinheiro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συσκευασμένος σε πλαστική σακούλα

(vendido em polietileno lacrado)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υποτροφία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A família de James não é rica; ele estuda naquela escola porque recebe uma bolsa de estudos.
Η οικογένεια του Τζέιμς δεν είναι πλούσια. Έχει τη δυνατότητα να φοιτά ει σε εκείνη τη σχολή επειδή πήρε υποτροφία.

χρηματιστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το χρηματιστήριο είναι κλειστό τη Δευτέρα λόγω της αργίας.

υποτροφία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα, σακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα, σακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

<div>παραδοσιακό σκωτσέζικο τσαντάκι</div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(usada na frente do saiote escocês)

ταχυδρομικός σάκος

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμνιακός σάκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κομπρέσα με πάγο

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πουγγί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζεστή κομπρέσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλεχτή τσάντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσάντα ώμου με λουρί

substantivo feminino (sacola com longa tira)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρηματιστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todos os banqueiros tinham seus escritórios perto da bolsa de valores.
Όλοι οι τραπεζίτες είχαν τα γραφεία τους κοντά στο χρηματιστήριο.

χρηματιστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muitas pessoas perderam dinheiro quando a bolsa de valores quebrou em setembro de 2008.
Πολλοί έχασαν χρήματα, μετά το κραχ του χρηματιστηρίου τον Σεπτέμβριο του 2008.

τσάντα εργαλείων

substantivo feminino (bolsa para instrumentos manuais)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα εργαλείων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχολική τσάντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

clutch, κλατς

(γυναικείο τσαντάκι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τσάντα υπολογιστή, τσάντα ηλεκτρονικού υπολογιστή, τσάντα Η/Υ, τσάντα κομπιούτερ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νεσεσέρ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τσάντα αλλαγής

(τα απαραίτητα του μωρού)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρηματιστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σάκος γυμναστηρίου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

θερμοφόρα

(bolsa de borracha)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nas noites frias de inverno, coloco uma bolsa de água quente debaixo dos cobertores para aquecer os pés.

κασετίνα

(μικρού μεγέθους, μαλακή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περίπαρση

(tipo de ponto cirúrgico) (ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συσκευασία ενός λίτρου

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αθλητική υποτροφία

substantivo feminino (concessão garantida para a prática esportiva)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Χρηματιστήριο Νέας Υόρκης

expressão (sigla)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παγοκύστη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σακίδιο εκτάκτου ανάγκης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υποτροφία

substantivo feminino (pesquisa universitária)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kelsey ganhou uma bolsa de estudos na universidade.
Η Κέσλεϋ κέρδισε μια υποτροφία στο πανεπιστήμιο.

αθλητικό σακίδιο

(esportes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρηματιστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele agora trabalha no governo, mas ganhou seu dinheiro na bolsa de valores.
Τώρα δουλεύει για την κυβέρνηση άλλα έκανε την περιουσία του στο χρηματιστήριο.

θερμοφόρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando eu era pequena e tinha dor de ouvido, minha mãe fazia eu colocar a orelha numa bolsa de água quente.
Όταν ήμουνα μικρός και πόναγε το αυτί μου η μητέρα μου με έβαζε να ξαπλώσω με το αυτί μου πάνω σε μια θερμοφόρα.

υποτροφία

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάλογος μετοχών

expressão

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αγορά

(mercado de capitais)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A bolsa de valores caiu 2% hoje.
Η αγορά σημείωσε πτώση 2% σήμερα.

κέρδος

substantivo feminino (γενικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A bolsa de caçador no fim de semana incluía coelhos e esquilos.

τσάντα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα

(ταξιδιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Katie mantém seu kit de academia numa bolsa de viagem.

υποτροφία

substantivo feminino (universidade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bolsa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του bolsa

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.