Τι σημαίνει το invisible στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης invisible στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του invisible στο Αγγλικά.

Η λέξη invisible στο Αγγλικά σημαίνει αόρατος, αόρατος, αόρατος, δύο διαστάσεις, δισδιάστατος, τρεις διαστάσεις, τρισδιάστατος, είδος παγωτό χωνάκι, απολυτήριες εξετάσεις, ατομική βόμβα, κοιλιακοί, Αμερικανικός Δικηγορικός Σύλλογος, σντμ, κοιλιακοί μύες, αντιβαλλιστικό βλήμα, αδικαιολογήτως απών, κατά λάθος, εσφαλμένα, λανθασμένα, Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες, ακτινομυκητίαση, μ.Χ., διαφήμιση, διαφημιστής, διοικητικός, διαχειριστικός, επίρ., Δευτέρα Παρουσία, διαφημιστής, διαφημίστρια, Τάγμα της Τιμής, Τάγμα της Τιμής, άφρο, αφροαμερικανικός, πλακούντας, γενικός εισαγγελέας, Ετήσια Γενική Συνέλευση, τεχνητή νοημοσύνη, ΑΙ, θύλακας αέρος, κενό αέρα, ρεύμα, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, χτενάκι, γουρούνα, γνωστός επίσης και ως, εναλλασσόμενο ρεύμα, ερασιτεχνικό θέατρο, αμβύστομο, Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα, ενισχυτής, αμπέρ, ενισχυτής, ενισχυτής, μετά Χριστόν, ετήσια γενική συνέλευση, ετήσιο ποσοστό, ανώνυμος, Ανώνυμος, Ανώνυμη, προ μεσημβρίας, προμεσημβρινός, αντιρατσιστικός, Associated Press, Απρ., υδατοκαλλιέργεια, Ar, απαιτήσεις, άρθρο, τεχνητή νοημοσύνη, καλλιτεχνική ελευθερία, φοβερά, το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα, το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο, Ανάληψη, ασκομύκητας, ΔΑΦ, πάω γυρεύοντας, Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα, Associated Press, βοηθός, Ασουάν, δικηγόρος, όχημα παντός εδάφους, Αύγ., Αυγ., διαταραχή φάσματος αυτισμού, οχημάτων, αυτοκίνητο, αυτόματος υποβολέας, αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή, μονάδες μέτρησης του βρετανικού συστήματος, Λεωφ., λεωφόρος, μέσος όρος, ογκομετρική ουγγιά, κατάλυμα τύπου bed and breakfast, επειδή, τιμολόγιο, άσπρο-μαύρο, ασπρόμαυρος, τσάπα, ταλαντευτήρας, κριθάρι, κριθάρι, καροτσάκι, ανάγλυφο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης invisible

αόρατος

adjective (impossible to see)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These creatures live in the soil and are invisible to humans.
Αυτά τα πλάσματα ζουν στο χώμα και δεν είναι ορατά στους ανθρώπους.

αόρατος

adjective (hidden)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All the seams on the jacket are invisible.
Όλες οι ραφές στο σακάκι είναι αόρατες.

αόρατος

adjective (figurative (disregarded, unnoticed) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Whenever I talk to him I just feel invisible.
Όποτε του μιλάω νιώθω απλά αόρατος.

δύο διαστάσεις

plural noun (abbreviation (two dimensions)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δισδιάστατος

adjective (abbreviation (film: monoscopic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρεις διαστάσεις

noun (abbreviation (three dimensions)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρισδιάστατος

adjective (abbreviation (film: stereoscopic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είδος παγωτό χωνάκι

noun (UK (ice cream in cone with chocolate stick)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απολυτήριες εξετάσεις

noun (UK, often plural (Advanced level: exam)

Graham failed all his A levels so was unable to get into university.

ατομική βόμβα

noun (abbreviation (atomic bomb)

The U.S. detonated the first A-bomb near Alamogordo, New Mexico.
Οι Η.Π.Α. έριξαν την πρώτη ατομική βόμβα κοντά στο Αλαμογκόρντο του Νέου Μεξικού.

κοιλιακοί

plural noun (informal, abbreviation (abdominal muscles) (μύες)

Crunches are good for toning your abs.

Αμερικανικός Δικηγορικός Σύλλογος

noun (US, initialism (law: American Bar Association)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σντμ

noun (written, abbreviation (abbreviation) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
'Mr.' is an abbr. of Mister.

κοιλιακοί μύες

plural noun (stomach muscles)

This exercise will work your abdominals.

αντιβαλλιστικό βλήμα

noun (initialism (antiballistic missile)

αδικαιολογήτως απών

adjective (soldier: missing)

He refused to go back to base after his home leave, so he was declared absent without leave.
Αρνήθηκε να γυρίζει πίσω στη βάση μετά την άδειά του και έτσι κηρύχθηκε αδικαιολογήτως απών.

κατά λάθος

adverb (not deliberately) (απροσχεδίαστα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I accidentally slipped and hurt my back.

εσφαλμένα, λανθασμένα

adverb (mistakenly) (από λάθος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mr Williams accidentally scheduled two classes at the same time.

Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες

noun (initialism (American Civil Liberties Union)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακτινομυκητίαση

noun (infection of jaw)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μ.Χ.

adverb (Latin, initialism (anno domini: year) (συντομογραφία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The Roman Emperor Domitian ruled Britain briefly in 271 AD.
Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Δομιτιανός κυβέρνησε την Βρετανία για μικρό διάστημα το 271 μ.Χ.

διαφήμιση

noun (informal, abbreviation (advertisement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The point of the ad is to inspire customers to buy more products.

διαφημιστής

noun (advertising man)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διοικητικός, διαχειριστικός

noun as adjective (abbreviation (administrative)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When I left university, I got an admin job at a solicitor's office.

επίρ.

noun (abbreviation (adverb) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Δευτέρα Παρουσία

noun (religion: coming of Christ) (του Χριστού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The idea of Advent was developed long after Jesus lived.
Η ιδέα της Δευτέρας Παρουσίας αναπτύχθηκε αρκετό καιρό μετά από την εποχή που έζησε ο Ιησούς.

διαφημιστής

noun (dated (male who works in advertising)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαφημίστρια

noun (informal (female who works in advertising)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Τάγμα της Τιμής

noun (US, initialism (military decoration: Air Force Cross) (παράσημο πολεμικής αεροπορίας)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Τάγμα της Τιμής

noun (UK, initialism (military decoration: Air Force Cross) (παράσημο πολεμικής αεροπορίας)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άφρο

noun (bushy hairstyle) (μαλλί, λουκ)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Afros were hugely popular in the '60s and '70s.

αφροαμερικανικός

adjective (abbreviation (African-American)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλακούντας

noun (colloquial (placenta) (μετά τη γέννα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γενικός εισαγγελέας

noun (US, initialism (law: Attorney General)

Ετήσια Γενική Συνέλευση

noun (initialism (Annual General Meeting)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεχνητή νοημοσύνη

noun (abbreviation (artificial intelligence)

The commencement speaker is a computer scientist who specializes in AI.

ΑΙ

noun (abbreviation (Amnesty International) (ακρωνύμιο)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I have been doing human rights work with AI for many years.

θύλακας αέρος

noun (aeronautics: air pocket)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κενό αέρα, ρεύμα

noun (aeronautics: current of air)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When the plane hit an air pocket, the turbulence knocked the flight attendants off their feet.

πιλότος της πολεμικής αεροπορίας

noun (UK, colloquial (male air force pilot)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πιλότος της πολεμικής αεροπορίας

noun (UK, colloquial (female air force pilot)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χτενάκι

noun (US (plant: grown for forage)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γουρούνα

noun (quad bike) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γνωστός επίσης και ως

preposition (alias)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eva Perón, also known as Evita, was a controversial figure in Argentine politics.

εναλλασσόμενο ρεύμα

noun (electrical flow changing direction)

The electric motor uses alternating current to produce rotation.

ερασιτεχνικό θέατρο

noun (UK, informal, abbreviation (amateur dramatics)

αμβύστομο

noun (mole salamander)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα

noun (deaf language of North America)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ενισχυτής

noun (informal, abbreviation (sound: amplifier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αμπέρ

noun (abbreviation (electricity: ampere)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ενισχυτής

noun (electronics: loudspeaker)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ενισχυτής

noun (electronics: amplifies signal)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μετά Χριστόν

adverb (Latin (in year after birth of Christ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ετήσια γενική συνέλευση

noun (yearly firm meeting)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ετήσιο ποσοστό

noun (rate of interest on a loan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My credit card offers a low annual percentage rate.

ανώνυμος

noun (abbreviation (unnamed individual)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

Ανώνυμος, Ανώνυμη

noun (unnamed individual)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I found a poem written by Anonymous that was perfect for the occasion.

προ μεσημβρίας

adverb (Latin (in the morning) (το πρωί)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

προμεσημβρινός

adjective (before noon)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντιρατσιστικός

noun as adjective (against race discrimination)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Associated Press

noun (initialism (Associated Press)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Απρ.

noun (written, abbreviation (April) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

υδατοκαλλιέργεια

noun (aquatic farming)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ar

noun (written, abbreviation (chemical element: argon) (χημεία: αργό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Argon, abbreviated as "Ar," is an element that can be found in the Earth's atmosphere.
Το αργό, που συντομογραφείται ως «Ar», είναι στοιχείο που υπάρχει στην ατμόσφαιρα της Γης.

απαιτήσεις

noun (written, abbreviation (accounts receivable)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

άρθρο

noun (grammar: a, an, the) (γραμματική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The words "the" and "a" are articles.
Οι λέξεις "το" και "ένα" είναι άρθρα.

τεχνητή νοημοσύνη

noun (computer that can reason, think)

The computer's artificial intelligence can defeat even the most skilled player at chess.

καλλιτεχνική ελευθερία

noun (creative freedom)

φοβερά

expression (slang (extremely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

το συντομότερο δυνατό, όσο δυνατόν πιο γρήγορα

adverb (as early as is feasible)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It's imperative that I speak with you as soon as possible.
Είναι επιτακτική ανάγκη να σου μιλήσω το συντομότερο δυνατό.

το συντομότερο δυνατόν, το συντομότερο δυνατό, το συντομότερο

adverb (acronym (as soon as possible)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Please send your reply to the following address ASAP.

Ανάληψη

noun (Christian feast day)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
There will be a special evening service on Ascension Day.
Θα υπάρξει έκτατη απογευματινή λειτουργία την ημέρα της Αναλήψεως.

ασκομύκητας

noun (fungus: spores develop in sac)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ΔΑΦ

noun (initialism (autism spectrum disorder) (σντμ: διαταραχή φάσματος αυτισμού)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πάω γυρεύοντας

(figurative, informal (invite: trouble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I wouldn't do that if I were you! You're just asking for it.
Δεν θα το έκανα εάν ήμουν στη θέση σου. Πας γυρεύοντας!

Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα

noun (initialism (American Sign Language)

Associated Press

noun (news agency) (ειδησεογραφικό πρακτορείο)

The Associated Press is reporting that that two tornadoes hit central Louisiana.

βοηθός

noun (written, abbreviation (assistant)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ασουάν

noun (city in Egypt)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

δικηγόρος

noun (written, abbreviation (attorney)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

όχημα παντός εδάφους

noun (initialism (all-terrain vehicle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It is illegal to drive an ATV on this highway.

Αύγ., Αυγ.

noun (written, abbreviation (August) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

διαταραχή φάσματος αυτισμού

noun (neurodivergent condition)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οχημάτων

noun as adjective (abbreviation (relating to road vehicles)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Marie is an expert at auto repair and maintenance.
Η Μαρί είναι ειδική στην επιδιόρθωση και συντήρηση οχημάτων.

αυτοκίνητο

noun (US, informal, abbreviation (automobile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jimmy's auto is in the repair shop right now, so he has to take the bus.

αυτόματος υποβολέας

noun (UK, ® (teleprompter)

αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή

noun (banking device)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μονάδες μέτρησης του βρετανικού συστήματος

noun (Gallicism, written, abbreviation (avoirdupois)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Λεωφ.

noun (written, abbreviation (Avenue) (συντομογραφία: Λεωφόρος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεωφόρος

noun (wide street)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Couples often stroll along the avenue in the spring.
Τα ζευγάρια συχνά κάνουν βόλτα στη λεωφόρο την άνοιξη.

μέσος όρος

noun (written, abbreviation (average)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ογκομετρική ουγγιά

noun (French (system of weights)

κατάλυμα τύπου bed and breakfast

noun (abbreviation (bed and breakfast)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επειδή

conjunction (written, abbreviation (because)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

τιμολόγιο

noun (written, initialism (bill of sale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άσπρο-μαύρο

noun (written, abbreviation (black and white)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ασπρόμαυρος

adjective (written, abbreviation (black and white)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τσάπα

noun (US (machinery: digger) (είδος εκσκαφέα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταλαντευτήρας

noun (timepiece: balance wheel)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κριθάρι

noun (uncountable (barley)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κριθάρι

noun (grain of barley)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καροτσάκι

noun (one-wheeled cart)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Use a barrow to haul that pile of bricks over here.
Χρησιμοποίησε ένα καροτσάκι για να μεταφέρεις αυτόν τον σωρό τούβλων εκεί πέρα.

ανάγλυφο

noun (Gallicism (raised sculpture effect)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pattern is carved in bas-relief on the temple wall.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του invisible στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.