Τι σημαίνει το involved στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης involved στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του involved στο Αγγλικά.

Η λέξη involved στο Αγγλικά σημαίνει ενδιαφέρομαι, έχω σχέση, περίπλοκος, πολύπλοκος, ενδιαφερόμενος, σχετίζομαι, σημαίνω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, που έχει εμπλακεί σε κτ, τρελά ερωτευμένος, ανακατεύομαι, συμμετέχω σε κτ, κάνω σχέση, τα φτιάχνω με κπ, έχω πάρε-δώσε με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης involved

ενδιαφέρομαι

adjective (closely interested)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She is very much involved in the running of the school.
Ασχολείται πολύ με τη διοίκηση του σχολείου.

έχω σχέση

adjective (in a relationship)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would go out with you, but I'm involved with someone.
Θα έβγαινα μαζί σου, αλλά έχω σχέση με κάποιον.

περίπλοκος, πολύπλοκος

adjective (convoluted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was an involved process, so he hired a professional to do it.
Ήταν μπερδεμένη διαδικασία, κι έτσι προσέλαβε έναν επαγγελματία για να το κάνει.

ενδιαφερόμενος

adjective (concerned)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
All the parties involved were at the table.
Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη βρίσκονταν στο τραπέζι.

σχετίζομαι

transitive verb (entail, feature)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Most divorce cases involve adultery.
Οι περισσότερες υποθέσεις διαζυγίου σχετίζονται με μοιχεία.

σημαίνω

verbal expression (entail, mean)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Buying a car usually involves getting a loan from a bank.
Το να αγοράσεις αυτοκίνητο συνήθως προϋποθέτει ότι θα πάρεις δάνειο από την τράπεζα.

περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω

(include in [sth]) (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She involved him in the decision-making process because of his experience.
Τον συμπεριέλαβε στη διαδικασία λήψης της απόφασης λόγω της εμπειρίας του.

περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω

verbal expression (include in doing) (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We like to involve the children in deciding where to go for the summer holidays.
Μας αρέσει να συμπεριλαμβάνουμε και τα παιδιά όταν αποφασίζουμε που θα πάμε για τις καλοκαιρινές μας διακοπές.

που έχει εμπλακεί σε κτ

adjective (implicated)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She got so deeply involved in the case that it began to affect her personal relationships.

τρελά ερωτευμένος

adjective (in love)

He found himself deeply involved with a married woman.

ανακατεύομαι

(informal (play a part)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jess emailed the charity to find out how she could get involved.

συμμετέχω σε κτ

verbal expression (play a part)

You ought to get involved in more clubs on campus.
Θα έπρεπε να συμμετέχεις σε περισσότερες λέσχες στο πανεπιστήμιο.

κάνω σχέση

(start romance)

Pauline only divorced a few weeks ago; she is not yet ready to get involved.

τα φτιάχνω με κπ

verbal expression (start romance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When she got involved with Kevin, Hattie stopped seeing her friends.

έχω πάρε-δώσε με κπ

(have dealings) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του involved στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του involved

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.