Τι σημαίνει το inviting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inviting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inviting στο Αγγλικά.

Η λέξη inviting στο Αγγλικά σημαίνει δελεαστικός, προκλητικός, προσκαλώ, καλώ, λέω σε κπ να περάσει μέσα, λέω σε κπ να περάσει, καλώ, καλώ κπ να υποβάλει κτ, προκαλώ, πρόσκληση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inviting

δελεαστικός, προκλητικός

adjective (tempting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dinner on the town and then a concert sounds very inviting.

προσκαλώ, καλώ

transitive verb (ask [sb] to party, house)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aaron is having a party this weekend and has invited all his friends.
Ο Ααρόν κάνει πάρτυ αυτό το σαββατοκύριακο και προσκάλεσε όλους τους φίλους του.

λέω σε κπ να περάσει μέσα, λέω σε κπ να περάσει

(ask [sb] to enter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The neighbor came by and Kate invited her in.
Πέρασε η γειτόνισσα και η Κέιτ της είπε να περάσει μέσα.

καλώ

verbal expression (ask [sb] to do [sth]) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government invited Laura to work for the mayor.
Η κυβέρνηση κάλεσε τη Λώρα να εργασθεί για τον δήμαρχο.

καλώ κπ να υποβάλει κτ

transitive verb (ask for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The manager invited applications for the new position.
Ο μάνατζερ ζήτησε την υποβολή αιτήσεων για τη νέα θέση.

προκαλώ

transitive verb (provoke)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The diplomat's clumsy negotiations invited disaster.
Οι αδέξιοι χειρισμοί του διπλωμάτη έφεραν την καταστροφή.

πρόσκληση

noun (informal (invitation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's going to be a big party. I sent invites to everyone I know.
Θα είναι μεγάλο πάρτυ. Έστειλα προσκλήσεις σε όλους τους γνωστούς μου.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inviting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.