Τι σημαίνει το isolate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης isolate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του isolate στο Αγγλικά.

Η λέξη isolate στο Αγγλικά σημαίνει απομονώνω, απομονώνω, βάζω σε απομόνωση, απομονώνω, μεμονωμένος, απομονώνω, αυτοαπομονώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης isolate

απομονώνω

transitive verb (from other people)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul moved to Montana because he wanted to isolate himself from society. Working from home isolated Serena from society.
Ο Πωλ μετακόμισε στη Μοντάνα γιατί ήθελε να απομονωθεί από την κοινωνία. Η εργασία από το σπίτι απομόνωσε τη Σερίνα από την κοινωνία.

απομονώνω

transitive verb (separate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laura worked to isolate the facts from all the crazy stories so that she could write her story.
Η Λώρα δούλευε για να ξεχωρίσει τα γεγονότα από τα παραμύθια ώστε να γράψει την ιστορία της.

βάζω σε απομόνωση

transitive verb (quarantine)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The customs agent isolated the traveler in medical quarantine for two days because they feared that he was infected.
Ο υπάλληλος του τελωνείου έβαλε τον ταξιδιώτη σε απομόνωση για δυο μέρες από φόβο πως ήταν μολυσμένος.

απομονώνω

transitive verb (separate substances)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor isolated the smallpox strain that was causing the epidemic.
Ο γιατρός απομόνωσε το στέλεχος της ευλογιάς που προκαλούσε την επιδημία.

μεμονωμένος

noun (separated thing) (στη γλωσσολογία)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The Basque language is an isolate, and doesn't fit into any other language groups.

απομονώνω

transitive verb (insulate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The electrician had to make sure she isolated the circuits properly to avoid a short circuit.

αυτοαπομονώνομαι

intransitive verb (stay separate from others while sick)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του isolate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.