Τι σημαίνει το separate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης separate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του separate στο Αγγλικά.

Η λέξη separate στο Αγγλικά σημαίνει χωρίζω, ξεχωρίζω, χωρίζω, ξεχωρίζω, χωρίζω, χωρίζω, χωριστός, ξεχωριστός, διαφορετικός, χωριστός, ξεχωριστός, ξεχωριστός, διαφορετικός, ανεξάρτητος, αυτόνομος, ρούχα που πωλούνται χωριστά και φοριούνται σε ποικίλους συνδυασμούς, χωρίζομαι, ξεχωρίζω, απολύομαι, διαχωρίζω, διαχωρίζω, διαχωρίζομαι, διαχωρίζω, ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης separate

χωρίζω, ξεχωρίζω

transitive verb (divide, segregate) (κπ από κπ, κπ και κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher separated the boys and the girls.
Ο δάσκαλος χώρισε τα αγόρια και τα κορίτσια.

χωρίζω, ξεχωρίζω

(divide, segregate) (κπ από κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We had to separate the boys from the girls in class.
Αναγκαστήκαμε να χωρίσουμε (or: ξεχωρίσουμε) τ' αγόρια απ' τα κορίτσια στην τάξη.

χωρίζω

transitive verb (force apart) (κάποιους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The referee separated the two fighting players.
Ο διαιτητής χώρισε τους παίχτες που είχαν συμπλακεί.

χωρίζω

intransitive verb (lovers, couple: split)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They are not divorced, but they separated a year ago.
Δεν έχουν πάρει διαζύγιο, αλλά χώρισαν πριν από έναν χρόνο.

χωριστός, ξεχωριστός, διαφορετικός

adjective (another)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Can you put the bread in a separate bag?
Μπορείτε να βάλετε το ψωμί σε χωριστή σακούλα;

χωριστός, ξεχωριστός

adjective (detached)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Each piece is separate.

ξεχωριστός, διαφορετικός

adjective (distinct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The twins look alike, but they are separate people. We requested separate bills.

ανεξάρτητος, αυτόνομος

adjective (independent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Each division of the company is completely separate. They don't even share a legal team.

ρούχα που πωλούνται χωριστά και φοριούνται σε ποικίλους συνδυασμούς

plural noun (suit garments sold separately)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The skirt and the jacket match, but they're sold as separates, not a suit.

χωρίζομαι

intransitive verb (move apart)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
At the airport the group will separate into those going to London and those bound for Paris.

ξεχωρίζω

transitive verb (distinguish) (κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you separate the good from the bad?

απολύομαι

transitive verb (US (military: dismiss) (στρατός: από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He was separated from the navy.
Απολύθηκε από το ναυτικό.

διαχωρίζω

transitive verb (extract) (κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The chemical process separates silver from its ore.

διαχωρίζω

transitive verb (extract, filter out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girl tried to separate the bad apples in the basket.

διαχωρίζομαι

phrasal verb, intransitive (be filtered, sifted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Raw biodiesel gradually separates out and rises to the surface.

διαχωρίζω

(filter, sift)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A soil test separates out the different components and nutrients of the dirt in your garden.

ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ

(divide from the rest)

This test will separate out the good students from the bad.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του separate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του separate

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.