Τι σημαίνει το closet στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης closet στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του closet στο Αγγλικά.

Η λέξη closet στο Αγγλικά σημαίνει ντουλάπα, κρυφός, απομονώνομαι, βιτρίνα, θεατρικό έργο που προορίζεται κυρίως για ανάγνωση, ντουλάπα, γκαρνταρόμπα, ανακοινώνω πως είμαι γκέι, κρυφός ομοφυλόφιλος, ντουλάπι για στέγνωμα μπουγάδας, ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες, μυστικό, μεγάλη ντουλάπα, αποχωρητήριο, κάβα κρασιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης closet

ντουλάπα

noun (US (storage space) (συνήθως για ρούχα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This bedroom has a large closet.
Το υπνοδωμάτιο έχει μεγάλη ντουλάπα.

κρυφός

noun as adjective (figurative (secret)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He plays football, but he is also a closet poet.
Παίζει ποδόσφαιρο, αλλά είναι και κρυφός ποιητής.

απομονώνομαι

transitive verb (close in, isolate) (εγω ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The cardinals were closeted at the Vatican until the Pope was elected.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γιατί κλειδαμπαρώθηκες στο δωμάτιό σου; Είσαι στενοχωρημένη;

βιτρίνα

noun (cupboard) (έπιπλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θεατρικό έργο που προορίζεται κυρίως για ανάγνωση

noun (play intended to be read)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ντουλάπα

noun (built-in wardrobe)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please hang your shirts in the clothes closet in the bedroom.

γκαρνταρόμπα

noun (cupboard for overcoats) (έπιπλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανακοινώνω πως είμαι γκέι

verbal expression (figurative, dated (announce that you are gay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He only came out of the closet when he was 34.

κρυφός ομοφυλόφιλος

adjective (figurative, dated (secretly gay)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ντουλάπι για στέγνωμα μπουγάδας

noun (UK (airing cupboard) (ΗΒ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Linen closets are handy in countries with a damp climate where clothes can't be hung outside to dry.

ντουλάπι για σεντόνια και πετσέτες

noun (US (cupboard for sheets, towels)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You'll find clean bedding and fresh towels in the linen closet.

μυστικό

noun (secret from the past)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Everyone has a few skeletons in their cupboard that they wouldn't like other people to find out about.

μεγάλη ντουλάπα

noun (room used for storing clothes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The walk-in closet has plenty of room for clothes and shoes.

αποχωρητήριο

noun (UK, formal (toilet)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The first public water closets were opened in Fleet Street in London in 1852.

κάβα κρασιών

noun (cupboard used as a wine cellar) (έπιπλο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του closet στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του closet

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.