Τι σημαίνει το jet στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jet στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jet στο Αγγλικά.
Η λέξη jet στο Αγγλικά σημαίνει πίδακας, τζετ, στροβιλοκινητήρας, γαγάτης, ξεπηδάω, εκτοξεύομαι, ξεχύνομαι, πετάω με τζετ, κατάμαυρος, στόμιο, ακροφύσιο, πετάω, πηγαίνω με αεροπλάνο, προσωπικό, επαγγελματικό αεροπλάνο, μαχητικό αεροσκάφος, εκτυπωτής inkjet, κατάμαυρος, κατάμαυρο χρώμα, ταχύπλοο, κινητήρας αεριώθησης, καύσιμο αεριοπροωθουμένων, τζετ-λαγκ, jet pack, τζετ, τζετ σετ, τζετ σκι, κάνω τζετ σκι, τζετ σκι, αεροχείμαρρος, που υποφέρει από τζετ λαγκ, αεριωθούμενος, jet setter, αεροσκάφος τύπου Τζάμπο, Μπόινγκ 747, υπερηχητικό αεροσκάφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jet
πίδακαςnoun (squirt of liquid) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The geyser spouted a jet of hot water. Ο θερμοπίδακας εκτόξευε έναν πίδακα ζεστού νερού. |
τζετnoun (jet plane) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Nate had never been on a jet before, and was excited to fly. Ο Νέιτ δεν είχε ξαναμπεί σε τζετ και ήταν ενθουσιασμένος με την πτήση. |
στροβιλοκινητήραςnoun (engine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The airplane had two jet engines. Το αεροπλάνο είχε δυο κινητήρες αεριώθησης. |
γαγάτηςnoun (black stone) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The ring had a beautiful jet in it. Το δαχτυλίδι είχε ένα όμορφο μαύρο κεχριμπάρι πάνω του. |
ξεπηδάω, εκτοξεύομαι, ξεχύνομαιintransitive verb (liquid: squirt) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Oil jetted out of the leak. Πετρέλαιο εκτοξεύτηκε από το σημείο της διαρροής. |
πετάω με τζετintransitive verb (fly by jet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The president jetted to New York for the press conference. Ο πρόεδρος πέταξε στη Νέα Υόρκη με τζετ για τη συνέντευξη τύπου. |
κατάμαυροςadjective (black) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The walls were painted jet black. |
στόμιο, ακροφύσιοnoun (nozzle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Larry bought a jet attachment for his garden hose. |
πετάω, πηγαίνω με αεροπλάνοphrasal verb, intransitive (go somewhere by plane) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Many of us like to jet off in search of winter sunshine. They jetted off to Mexico for the weekend. Σε πολλούς από εμάς αρέσει να πετάμε σ' άλλα μέρη αναζητώντας λίγη χειμωνιάτικη λιακάδα. Πέταξαν για Μεξικό γι' αυτό το Σαββατοκύριακο. |
προσωπικό, επαγγελματικό αεροπλάνοnoun (jet for business travel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαχητικό αεροσκάφοςnoun (high-speed military plane) |
εκτυπωτής inkjetnoun (device for printing from computer) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κατάμαυροςadjective (deep black) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Yolanda has jet-black hair. Τα μαλλιά της Γιολάντας είναι κατράμι. |
κατάμαυρο χρώμαnoun (deep black) These T-shirts are now available in jet black. |
ταχύπλοοnoun (small boat) |
κινητήρας αεριώθησηςnoun (uses jet propulsion) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
καύσιμο αεριοπροωθουμένωνnoun (fuel for fast plane) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Jet fuel was pumped into the aircraft. |
τζετ-λαγκnoun (fatigue caused by plane travel) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I get jet lag if I travel through more than four time zones. Παθαίνω τζετ-λαγκ όταν ταξιδεύω και αλλάζω παραπάνω από τέσσερις ζώνες ώρας. |
jet packnoun (fuel-powered propelling device) (διαστημικός περίπατος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τζετnoun (aircraft) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τζετ σετnoun (informal (wealthy leisure travelers) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Marbella and Dubai are both popular resorts for the jet set. |
τζετ σκιnoun (® (small motorized water vehicle) (εμπορικό σήμα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) My cousin just bought a new jet ski and can't wait to take it out on the lake. I think it would be fun to rent a jet ski. Ο ξάδερφός μου μόλις αγόρασε ένα καινούριο τζετ σκι και ανυπομονεί να το χρησιμοποιήσει στη λίμνη. Νομίζω θα είχε πλάκα να νοικιάσουμε ένα τζετ σκι. |
κάνω τζετ σκιintransitive verb (® (ride a jet ski) (εμπορικό σήμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τζετ σκιnoun (riding a small water vehicle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) One of my favorite outdoor activities is jet skiing. |
αεροχείμαρροςnoun (strong west to east wind current) (είδος ανέμου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Weather patterns over Northern Europe might be shifting because of a change in the jet stream. |
που υποφέρει από τζετ λαγκadjective (affected by time difference) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After returning home from Europe, I was so jetlagged that I woke up at 4am every day. |
αεριωθούμενοςadjective (aircraft, weapon, etc.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
jet setternoun (wealthy leisure traveler) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Jetsetters travel to the region for the summer season. |
αεροσκάφος τύπου Τζάμπο, Μπόινγκ 747noun (Boeing 747: large passenger plane) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The invention of the jumbo jet meant very large numbers of people could be transported at once. |
υπερηχητικό αεροσκάφοςnoun (plane that flies faster than sound) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Concorde was the first and only supersonic jet to carry passengers. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jet στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του jet
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.