Τι σημαίνει το thrust στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης thrust στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του thrust στο Αγγλικά.

Η λέξη thrust στο Αγγλικά σημαίνει σπρώχνω, επιβάλλω, σπρώχνω, χώνω, σπρώξιμο, ώση, κίνηση με το σπαθί, κεντρική ιδέα, επιτίθεμαι, ανοίγω δρόμο, ωθώ, σπρώχνω, ωθώ, σπρώχνω, η ένταση του..., στρατηγικός προσανατολισμός, σπρώχνω στην άκρη, απορρίπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης thrust

σπρώχνω

transitive verb (push, force)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert thrust the door with his shoulder and finally succeeded in getting it open.
Ο Ρόμπερτ έσπρωξε την πόρτα με τον ώμο του και επιτέλους κατάφερε να την ανοίξει.

επιβάλλω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (impose) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Imogen's parents thrust a career in law on her from a young age.
Οι γονείς της Ίμογκεν της επέβαλλαν από μικρή ηλικία μια καριέρα ως δικηγόρος.

σπρώχνω

intransitive verb (push, force)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Everyone was thrusting, but it did no good; the fallen tree wouldn't move.
Όλοι έσπρωχναν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα· το πεσμένο δέντρο δεν κουνιόταν.

χώνω

(push into forcefully) (κάτι/κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose wrote down the phone number and thrust the piece of paper into her bag. With a hard shove, Veronica thrust the intruder into a cupboard and locked the door while she waited for the police to come.
Η Ρόουζ σημείωσε τον τηλεφωνικό αριθμό και έχωσε το χαρτάκι στην τσάντα της.

σπρώξιμο

noun (push)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Larry's thrust knocked Gerry off his feet.
Η σπρωξιά του Λάρι έριξε τον Τζέρι κάτω.

ώση

noun (jet, rocket: force)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The engineers were working on the rocket's thrust.

κίνηση με το σπαθί

noun (lunge made with sword)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The musketeer's thrust missed his enemy.

κεντρική ιδέα

noun (main point of an argument)

The thrust of this philosopher's argument seems to be that we cannot escape our freedom.

επιτίθεμαι

intransitive verb (lunge: with a sword)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The knight drew his sword and thrust at his enemy.

ανοίγω δρόμο

(force a passage) (μέσα από κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The explorers thrust through the dense undergrowth.

ωθώ, σπρώχνω

phrasal verb, transitive, separable (push forwards, project)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ, σπρώχνω

phrasal verb, transitive, separable (eject forcefully)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Because he wasn't wearing a seatbelt, he was thrust out the windshield in the accident.

η ένταση του...

noun (figurative (lively competition)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρατηγικός προσανατολισμός

noun (overall tactical aim)

σπρώχνω στην άκρη

(push [sth] to one side)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The angry teenager thrust his plate aside. "I'm not hungry," he said.
Ο θυμωμένος νεαρός έσπρωξε στην άκρη το πιάτο του. «Δεν πεινάω», είπε.

απορρίπτω

(figurative (dismiss, reject)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The manager thrust all Polly's ideas aside at the meeting.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του thrust στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του thrust

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.