Τι σημαίνει το jornalista στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης jornalista στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jornalista στο πορτογαλικά.
Η λέξη jornalista στο πορτογαλικά σημαίνει δημοσιογράφος, δημοσιογράφος, δημοσιογράφος, δημοσιογράφος, δημοσιογράφος εφημερίδας, συντάκτης ειδήσεων, μόνιμος συντάκτης, μόνιμη συντάκτρια, συντάκτης, συντάκτρια, ανταποκριτής, εφημεριδογράφος, ανταποκριτής, αθλητικογράφος, δημοσιογράφος, παρουσιαστής δελτίου καιρού, παρουσιάστρια δελτίου καιρού, δημοσιογράφος έντυπου τύπου, πολεμικός ανταποκριτής, παρουσιάστρια δελτίου καιρού, δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης jornalista
δημοσιογράφοςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Nenhum jornalista estava no local para relatar o fogo. Δεν υπήρχαν ρεπόρτερ επί τόπου για να περιγράψουν την πυρκαγιά. |
δημοσιογράφοςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) O jornal local enviou um jornalista para cobrir a história. Η τοπική εφημερίδα έστειλε έναν συντάκτη για να καλύψει το θέμα. |
δημοσιογράφοςsubstantivo masculino, substantivo feminino (INGL, informal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δημοσιογράφοςsubstantivo masculino, substantivo feminino (jornalista masculino) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δημοσιογράφος εφημερίδαςsubstantivo masculino (για άντρα) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συντάκτης ειδήσεωνsubstantivo masculino, substantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μόνιμος συντάκτης, μόνιμη συντάκτρια
|
συντάκτης, συντάκτριαsubstantivo masculino, substantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο γράφων φαίνεται να διαφωνεί με την πολιτική της κυβέρνησης. |
ανταποκριτής(τηλεόραση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Vamos agora para nosso repórter no local em Cartum. Πάμε τώρα στην ρεπόρτερ μας στο Χαρτούμ. |
εφημεριδογράφος(antigo) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ανταποκριτήςsubstantivo masculino, substantivo feminino (εφημερίδα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ela é a repórter financeira do Washington Post. Είναι η οικονομική ρεπόρτερ της Washington Post. |
αθλητικογράφος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
δημοσιογράφος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
παρουσιαστής δελτίου καιρού, παρουσιάστρια δελτίου καιρούexpressão |
δημοσιογράφος έντυπου τύπουsubstantivo masculino, substantivo feminino (escritor de jornal ou revista) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Οι δημοσιογράφοι του έντυπου τύπου είναι πλέον είδος προς εξαφάνιση εξαιτίας του διαδικτύου. |
πολεμικός ανταποκριτής(jornalista que cobre áreas de guerra) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παρουσιάστρια δελτίου καιρούexpressão (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δημοσιογράφος που πληρώνεται με τη λέξη
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jornalista στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του jornalista
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.