Τι σημαίνει το lance στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lance στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lance στο πορτογαλικά.

Η λέξη lance στο πορτογαλικά σημαίνει προσφορά, ζαριά, ζαριά, δήλωση, βολή προσέγγισης, ζαριά, -, ασίστ, σκάλα για πέρασμα απο περίφραξη ζώων, -, κίνηση, παίζω κορώνα - γράμματα, ριξιά, ζαριά, βολή, μπαλιά, κάνω προσφορά, υποβάλλω προσφορά, κάνω προσφορά, υποβάλλω προσφορά για κτ, πλειοδοτώ, πλειοδότηση, γραμμή του φάουλ, σκάλα, νικητήρια προσφορά, αύξηση προσφοράς, υποβάλλω νέα προσφορά, προσφέρω τιμή αγοράς, παίζω άσχημα, παίζω κακά, που περιγράφει λεπτό προς λεπτό, προσφέρω υψηλότερη τιμή, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον, κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον για κάτι, προσφέρω υψηλότερη τιμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lance

προσφορά

(leilão: lance) (πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seu lance não foi o maior, por isso não ganhou o leilão.
Η προσφορά του δεν ήταν η υψηλότερη, κι έτσι δεν κέρδισε τη δημοπρασία.

ζαριά

substantivo masculino (jogar dados)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Foi um lance forte que ricocheteou na lateral da mesa.

ζαριά

substantivo masculino (resultado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O lance mostrou um cinco e um quatro, então ele perdeu seu dinheiro.

δήλωση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vai apostar? É seu lance.

βολή προσέγγισης

substantivo masculino (golfe: em direção ao alvo) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Há um obstáculo de água no lance em direção ao green.

ζαριά

(για ζάρια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seu primeiro lance dos dados foi sortudo.
Η πρώτη ρίψη (or: ριξιά) των ζαριών ήταν τυχερή.

-

substantivo masculino (de escada) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tivemos que subir três lances de escada para chegar ao escritório dele.
Χρειάστηκε να ανέβουμε τρεις ορόφους από τη σκάλα για να φτάσουμε στο γραφείο του.

ασίστ

substantivo masculino (esportes)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σκάλα για πέρασμα απο περίφραξη ζώων

substantivo masculino (degraus numa escada)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Qual é a história entre Amber e Paul? Eles estão saindo?
Τι παίζει με την Άμπερ και τον Πωλ; Τα έχουν;

κίνηση

(esporte, jogo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Em uma única jogada incrível, o time de beisebol conseguiu três eliminações.

παίζω κορώνα - γράμματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ριξιά

(anzol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele pegou um peixe enorme com seu primeiro arremeso do anzol.

ζαριά

substantivo masculino (dados)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Foi um lance ruim e ele perdeu todo o dinheiro.

βολή, μπαλιά

substantivo masculino (bola de boliche)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
É um grande lançamento - parece que vai dar em strike!

κάνω προσφορά

(leilão: lance) (ποσό για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele ofereceu cem euros pela tela no leilão.
Έκανε προσφορά εκατό ευρώ για τον πίνακα στη δημοπρασία.

υποβάλλω προσφορά

(licitação) (επίσημο: για κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Três construtoras estão oferecendo serviços pelo conceituado contrato.
Τρεις κατασκευαστικές εταιρείες υποβάλλουν προσφορά για το σπουδαίο συμβόλαιο.

κάνω προσφορά

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As pessoas fizeram lances com entusiasmo no leilão.

υποβάλλω προσφορά για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sheila fez uma oferta em um vaso no leilão.

πλειοδοτώ

(em uma licitação)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλειοδότηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γραμμή του φάουλ

(basquetebol)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκάλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νικητήρια προσφορά

αύξηση προσφοράς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποβάλλω νέα προσφορά

expressão verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προσφέρω τιμή αγοράς

expressão verbal (fazer oferta para compra)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω άσχημα, παίζω κακά

(σε σπορ)

που περιγράφει λεπτό προς λεπτό

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσφέρω υψηλότερη τιμή

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον

(σε δημοπρασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η κυρία που πλειοδότησε έναντι των υπόλοιπων συμμετεχόντων της δημοπρασίας απέκτησε τελικά ένα πολύτιμο κόσμημα.

κάνω μεγαλύτερη προσφορά από κάποιον για κάτι

(σε δημοπρασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσφέρω υψηλότερη τιμή

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lance στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.