Τι σημαίνει το lançar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lançar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lançar στο πορτογαλικά.

Η λέξη lançar στο πορτογαλικά σημαίνει ρίχνω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, τζάμπολ, ρίχνω κτ κορώνα γράμματα, εκτοξεύω, ρίχνω, πετάω, πετώ, καθελκύω, εκτοξεύω, φτύνω, το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα, προωθώ, ρίχνω από αέρος, λανσάρω, κυκλοφορώ, λανσάρω, παρουσιάζω, παρουσιάζω, απογειώνομαι αμέσως, ρίχνω δόλωμα, στέλνω, κυκλοφορώ, κυκλοφορώ, περνάω, ρίχνω, -, icing, σηκώνω, ρίχνω, αποκλείω, ρίχνω, στέλνω, εκτοξεύω, εκτινάσσω, είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ, εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, ωθώ, σπρώχνω, βγάζω κτ έξω, πετάω, ρίχνω, ξεκινάω, ξεκινώ, γεμίζω τον τόπο με, ξερνάω, ωθώ, σπρώχνω, πετάω, ξεφορτώνομαι, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, προωθώ, απεκκρίνω, λανσάρω, ρίχνω, σουτάρω, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, ρίχνω, δημοσιεύομαι, χτυπάω, ρίχνω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω, σαλπάρω, αποπλέω, χυμώ, πηδάω, πηδώ, χτυπώ τη μπάλα, κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω, επιτίθεμαι, ορμάω, χυμάω, χιμάω, χυμώ, χιμώ, πέφτω με τα μούτρα, ορμώ σε κπ/κτ, επισκιάζω, κάνω μάγια, εξαπολύω επίθεση, ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον, αγριοκοιτάζω, θέτω εν αμφιβόλω, ξεκινάω, ξεκινώ, πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ, πηδώ, αντλώ, ξεβράζω κάτι στην ακτή, κάνω μάγια, επικρίνω έντονα, απλώνω τα δίχτυα μου παντού, ρίχνω φως, ρίχνω ατομική βόμβα σε κτ, επιτίθεμαι σε κπ/κτ, στέλνω κτ σε παγίδα άμμου, στέλνω κτ σε bunker, ρίχνω με αλεξίπτωτο, ρίχνω, πετάω, πετώ, σουτάρω, σουτάρω, ρίχνω ατομική βόμβα, προετοιμάζομαι για ρίψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lançar

ρίχνω

verbo transitivo (dados)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele assopra os dados antes de lançar.

ρίχνω, πετάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jogou (or: atirou) a bola para o amigo.
Βιάσου και ρίξε την μπάλα!

ρίχνω

(dados)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É sua vez de jogar.

τζάμπολ

(μπάσκετ)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ρίχνω κτ κορώνα γράμματα

(moeda)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκτοξεύω

verbo transitivo (foguete)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A agência espacial lançou outro foguete ao espaço às 6 da manhã.
Η διαστημική εταιρία εκτόξευσε άλλον έναν πύραυλο στο διάστημα στις 6 πμ.

ρίχνω, πετάω, πετώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele lançou a rede na água.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έριξε (or: Πέταξε) το δίχτυ σε μεγάλη έκταση.

καθελκύω

verbo transitivo (lançar uma embarcação à água)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O estaleiro lançará à água o novo barco na próxima semana.
Το ναυπηγείο θα καθελκύσει το νέο πλοίο την άλλη εβδομάδα.

εκτοξεύω, φτύνω

verbo transitivo (μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O velho Larry sempre senta na varanda da frente e lança insultos contra as crianças da escola que passam andando.
Ο γερο-Λάρυ πάντα καθόταν στην μπροστινή αυλή του και εκτόξευε βρισιές στους μαθητές που περνούσαν.

το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα

(moeda)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os dois amigos não conseguiam decidir que filme assistir, por isso lançaram uma moeda.
Οι δύο φίλοι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν πια ταινία θα δούνε και γι' αυτό έστριψαν ένα νόμισμα.

προωθώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela foi lançada ao estrelato da noite para o dia.
Προωθήθηκε στην απόλυτη διασημότητα σχεδόν εν μία νυκτί.

ρίχνω από αέρος

verbo transitivo (provisões: soltar de aeronave) (εφοδιασμός με τρόφιμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λανσάρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο.

κυκλοφορώ

verbo transitivo (filme)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eles lançaram o filme numa festa em Los Angeles.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κυκλοφόρησε η καινούργια ταινία του Τζακ Νίκολσον.

λανσάρω, παρουσιάζω

verbo transitivo (apresentar no mercado) (μάρκετινγκ: προϊόν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa lançará sua nova mercadoria na quarta-feira.
Η εταιρία θα λανσάρει (or: παρουσιάσει) το νέο της προϊόν την Τετάρτη.

παρουσιάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa planeja lançar sua nova série de produtos na primavera.
Η εταιρεία σχεδιάζει να λανσάρει τη νέα γκάμα προϊόντων της την άνοιξη.

απογειώνομαι αμέσως

verbo transitivo

ρίχνω δόλωμα

verbo transitivo (jogar anzol ou isca)

Minha linha de pesca fica emaranhada toda vez que eu lanço.

στέλνω

verbo transitivo (esporte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kane lançou por baixo do goleiro.

κυκλοφορώ

(publicar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A editora lançará o livro no próximo ano.

κυκλοφορώ

verbo transitivo (pôr à venda)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa lançou o novo produto na terça.

περνάω

verbo transitivo (contabilidade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lance os números de hoje no livro contábil.
Πέρνα τους σημερινούς αριθμούς στο γενικό εμπορικό βιβλίο.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O comandante deu a ordem de lançar os torpedos ao navio inimigo.
Ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να ρίξουμε τις τορπίλες στο εχθρικό πλοίο.

-

verbo transitivo (votos falsos) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Os políticos corruptos lançaram votos falso.
Οι διεφθαρμένοι πολιτικοί παραποίησαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας.

icing

verbo transitivo (χόκεϋ επι πάγου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
O time da casa perdeu uma oportunidade porque lançaram o disco.

σηκώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω

(figurado) (μεταφορικά, καθομιλουμένη: ιδέα, πρόταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A reunião estava quase no fim, quando Adam lançou uma idéia para aumentar a produtividade na discussão.
Η συνάντηση είχε σχεδόν τελειώσει, όταν ο Άνταμ έριξε την ιδέα της αύξησης της παραγωγικότητας.

αποκλείω

(αθλητισμός: παίκτης)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω, στέλνω

(με δυνατό χτύπημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτοξεύω, εκτινάσσω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ

(beisebol)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Luke costumava arremessar, mas recentemente ele mudou para a primeira-base.

εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωθώ, σπρώχνω

(projetar, lançar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω κτ έξω

(fazer sobressair ou ganhar visibilidade)

Αν ξαναβγάλεις έξω τη γλώσσα σου, θα έρθει ένα πουλί να κουρνιάσει πάνω της.

πετάω, ρίχνω

(figurado, BRA) (με κόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate jogou o sofá velho no lixo.
Η Κέιτ πέταξε με κόπο τον παλιό καναπέ στον κάδο απορριμάτων.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A universidade montou uma expedição de pesquisa.
Το πανεπιστήμιο ξεκίνησε μια ερευνητική επιχείρηση.

γεμίζω τον τόπο με, ξερνάω

(produzir em grande quantidade) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ωθώ, σπρώχνω

(ejetar com força)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, ξεφορτώνομαι

(objetos: jogar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτοξεύω, εκσφενδονίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O garoto jogou suas ervilhas do outro lado da sala. A explosão jogou o homem do outro lado da rua.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προωθώ

(fazer propaganda)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa anunciou sua nova marca de pasta de dente.
Η εταιρία προώθησε την καινούρια μάρκα οδοντόπαστας.

απεκκρίνω

(BRA)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O navio-tanque lançava milhares de galões no mar.

λανσάρω

(καθομιλουμένη, ζαργκόν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A companhia introduziu o novo modelo de carro em outubro.

ρίχνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andy disparou um rápido olhar para Helen.

σουτάρω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O jogador lançou a bola entre as traves.

πετάω, πετώ, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor atirou uma pedra na árvore, mas errou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Τρέβορ προσπάθησε να πετάξει μια πέτρα στο δέντρο, αλλά αστόχησε.

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devon jogou a bola por cima da placa.
Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα.

ρίχνω

verbo transitivo (dados) (ζάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É sua vez de jogar os dados. Aqui estão os dados.

δημοσιεύομαι

(ser publicado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O anúncio irá sair no jornal de amanhã.

χτυπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No golfe, acho que lançar é mais fácil do que fazer o putting.

ρίχνω

verbo transitivo (dados)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É sua vez. Jogue os dados!

εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω

verbo transitivo (lançar crítica ou acusação) (μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os ex-colegas de Ray lançaram umas acusações terríveis a ele.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Εκτόξευσαν ορισμένες φριχτές κατηγορίες εναντίον του.

σαλπάρω, αποπλέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Σαλπάραμε με την προσδοκία ενός εύκολου ταξιδιού, αλλά η καταιγίδα μας ανάγκασε να γυρίσουμε γρήγορα στο λιμάνι.

χυμώ

(figurado, atacar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O leão se espreitou a zebra distraída e saltou.

πηδάω, πηδώ

verbo pronominal/reflexivo (pessoa: pular)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπώ τη μπάλα

(golfe) (γκολφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτίθεμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A quadrilha atacou sua vítima sem aviso prévio. Os cães atacaram a raposa.

ορμάω, χυμάω, χιμάω, χυμώ, χιμώ

(precipitar-se contra ou sobre) (σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο αετός χύμηξε στον λαγό και τον πήρε μαζί του. Ο αστυνομικός όρμησε στον ένοπλο και τον αφόπλισε.

πέφτω με τα μούτρα

(figurado) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορμώ σε κπ/κτ

επισκιάζω

expressão verbal (expressão: entristecer) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω μάγια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαπολύω επίθεση

(mil: bombardear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον

(olhar rapidamente para alguém)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγριοκοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέτω εν αμφιβόλω

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ

(figurado) (με χαρά, ενθουσιασμό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ

(para atacar ou capturar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηδώ

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αντλώ

expressão verbal (recursos: usar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henrietta lançou mão da experiência dela como capitã de hóquei quando lhe pediram para liderar um projeto.
Η Ενριέτα άντλησε στοιχεία από την εμπειρία της ως αρχηγός στο χόκεϊ, όταν της ζήτησαν να ηγηθεί του έργου.

ξεβράζω κάτι στην ακτή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μάγια

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επικρίνω έντονα

expressão verbal (criticar asperamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλώνω τα δίχτυα μου παντού

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A companhia está lançando mão de vários recursos na busca pela pessoa certa para esse trabalho.

ρίχνω φως

expressão verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω ατομική βόμβα σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιτίθεμαι σε κπ/κτ

Οι δύο άντρες επιτέθηκαν στο θύμα τους ενώ περπατούσε στον δρόμο.

στέλνω κτ σε παγίδα άμμου, στέλνω κτ σε bunker

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρίχνω με αλεξίπτωτο

(BRA) (κάτι σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Προμήθειες ρίχτηκαν με αλεξίπτωτο στους αναρριχητές χτες τη νύχτα.

ρίχνω, πετάω, πετώ

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet atirou o prato contra a parede.
Η Τζάνετ έριξε το πιάτο στον τοίχο.

σουτάρω

expressão verbal (esporte)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O jogador de basquete decidiu passar ao invés de lançar à cesta.

σουτάρω

expressão verbal (esporte)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele laçou ao gol bem na hora que o jogo ia acabar.

ρίχνω ατομική βόμβα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προετοιμάζομαι για ρίψη

expressão verbal (beisebol) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lançar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.