Τι σημαίνει το lancer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lancer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lancer στο Γαλλικά.
Η λέξη lancer στο Γαλλικά σημαίνει ρίχνω, πετάω, εκτοξεύω, λανσάρω, παρουσιάζω, πάσα, βολή, ζαριά, ρίχνω, ρίχνω, ξεκινώ, αρχίζω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, ρίψη, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, κατεβάζω, κατεβάζω ιδέες, το να είναι κπ ρίπτης, το να είναι κπ πίτσερ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, το να παίζει κπ ως ρίπτης, το να παίζει κπ ως πίτσερ, ρίχνω, παρουσιάζω, πετάω, πετάω, ρίχνω, βάζω σε λειτουργία, προωθώ, κίνηση, είμαι bowler, ρίχνω, πετάω, ριξιά, ρίψη, βολή, βολή, μπαλιά, ρίψη, βολή, ρίψη, καλάρισμα, μολάρισμα, ρίψη, ρίχνω, πλασάρω, εξαπολύω, πετάω, πετώ, ρίχνω, λανσάρω, ξεστομίζω, πετάω, πετώ, ρίχνω, λέω κτ γρήγορα, πετάω, ρίχνω, λανσάρω, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετώ, ρίχνω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω, βάζω σε λειτουργία, ξεκινώ, αρχίζω, λέω περιφρονητικά, κάνω, θέτω, διεξάγω, βάζω μπροστά, βάζω μπρος, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ/κτ, ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ, ζητάω, βομβαρδίζω, καίω, αναλαμβάνω να κάνω κτ, παρακλητικά, δισκοβολία, μπαλιά με προσποίηση, γραμμή του φάουλ, ελεύθερη βολή, σφυροβολία, σφαιροβολία, αυτοέπαινος, θάβω, εξαπολύω επίθεση, κάνω έκκληση, ανοίγω τον δρόμο, στριφογυρίζω την μπαγκέτα, κοιτάζω θυμωμένα, ξεκινώ, αρχίζω, πετάω το γάντι, κοκορεύομαι, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες, παρεμβαίνω, κοιτάζω απειλητικά, ξεκινάω, ξεκινώ, εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι, δημοπρατώ, κυνηγάω, κυνηγώ, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, κυνηγώ, επιδιώκω να αποκτήσω, επιτίθεμαι λεκτικά, έκφραση, παιχνίδι με σκοπό να πετύχουν οι παίκτες το στόχο με ένα πέταλο, πιάνω δουλειά σε κτ, ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, δοκιμάζω τα νερά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lancer
ρίχνω, πετάω(un ballon, une balle,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dépêche-toi et lance la balle ! Βιάσου και ρίξε την μπάλα! |
εκτοξεύωverbe transitif (une fusée, un missile) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agence spatiale a lancé une nouvelle fusée dans l'espace à six heures du matin. Η διαστημική εταιρία εκτόξευσε άλλον έναν πύραυλο στο διάστημα στις 6 πμ. |
λανσάρω, παρουσιάζωverbe transitif (un produit, une campagne) (μάρκετινγκ: προϊόν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société lancera son nouveau produit mercredi. Η εταιρία θα λανσάρει (or: παρουσιάσει) το νέο της προϊόν την Τετάρτη. |
πάσα, βολήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son lancer était extraordinaire, et impossible à réceptionner pour l'adversaire. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η πάσα (or: βολή) ήταν καλή και πήγε κατευθείαν στον άλλον. |
ζαριάnom masculin (de dés) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'était un bon lancer, qui a rebondi contre le bord de la table. |
ρίχνωverbe transitif (un dé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est à ton tour de lancer. |
ρίχνωverbe transitif (des dés) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il souffle sur les dés avant de les lancer. |
ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont lancé l'expédition dans la jungle inexplorée. Ξεκίνησαν την αποστολή μέσα στην ανεξερεύνητη ζούγκλα. |
ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le commandant a donné ordre de lancer les torpilles sur le navire ennemi. Ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να ρίξουμε τις τορπίλες στο εχθρικό πλοίο. |
πετάω, ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a lancé la balle vers le but à trente mètres de distance. Πέταξε τη μπάλα προς την εστία από απόσταση τριάντα μέτρων. |
ρίψηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan a lancé violemment l'ordinateur brisé dans les escaliers. Ο Νταν εκσφενδόνισε θυμωμένα τον χαλασμένο υπολογιστή στις σκάλες. |
ρίχνω, πετάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατεβάζωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατεβάζω ιδέεςverbe transitif (figuré : une idée) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το να είναι κπ ρίπτης, το να είναι κπ πίτσερnom masculin (Base-ball) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbe transitif |
το να παίζει κπ ως ρίπτης, το να παίζει κπ ως πίτσερnom masculin (Base-ball) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνωverbe transitif (Base-ball) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Au baseball, le lanceur lance la balle au batteur. |
παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise pense lancer sa nouvelle gamme de produits au printemps. Η εταιρεία σχεδιάζει να λανσάρει τη νέα γκάμα προϊόντων της την άνοιξη. |
πετάω(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'aime pas la façon dont il a lancé ces brèves excuses. Δεν μου άρεσε ο τρόπος που πέταξε μια γρήγορη συγγνώμη. |
πετάω, ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devon a lancé la balle au-dessus du marbre. Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα. |
βάζω σε λειτουργίαverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προωθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société a lancé sa nouvelle marque de dentifrice. Η εταιρία προώθησε την καινούρια μάρκα οδοντόπαστας. |
κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un seul lancer envoya le chapeau voler dans le coin de la pièce. |
είμαι bowlerverbe intransitif (Cricket) (κρίκετ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Le capitaine a dit à Fred que c'était à son tour de lancer. Ο αρχηγός είπε στον Φρεντ ότι ήταν η σειρά του να είναι bowler. |
ρίχνω, πετάωverbe transitif (une idée) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Agnes a lancé l'idée de ne travailler que quatre jours par semaine et de fermer le bureau chaque vendredi, mais son chef n'a pas adhéré. |
ριξιάnom masculin (Pêche) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a attrapé un énorme poisson dès son premier lancer de ligne. |
ρίψη, βολήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le lancer du sportif était remarquable. |
βολή, μπαλιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est un beau lancer : je pense qu'on est bien parti pour un strike ! |
ρίψηnom masculin (Base-ball) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Au base-ball, un batteur peut faire face à trois lancers par tour de batte. |
βολή, ρίψηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le lancer de Linda n'est pas allé assez loin et la balle est tombée au sol. Η βολή της Λίντα δεν πήγε αρκετά μακριά και η μπάλα έπεσε στο έδαφος. |
καλάρισμα, μολάρισμαnom masculin (Pêche) (ζαργκόν: ψάρεμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le lancer de Jeff est celui des beaux jours. |
ρίψηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mauvais lancer de Fred lui démit le dos alors qu'il chargeait le camion. |
ρίχνωverbe transitif (un dé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est à ton tour. Lance les dés ! |
πλασάρωverbe transitif (Marketing) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les fabricants lancent généralement leurs produits dans des marchés cibles. Οι παραγωγοί συνήθως πλασάρουν το προϊόν τους σε συγκεκριμένες αγορές. |
εξαπολύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le général a lancé ses forces sur le camp ennemi. |
πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe a lancé la balle à Wendy. |
ρίχνωverbe transitif (figuré : dire [qch]) (μεταφορικά, καθομιλουμένη: ιδέα, πρόταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La réunion était presque terminée lorsqu'Adam a lancé une idée dans la discussion pour augmenter la productivité. Η συνάντηση είχε σχεδόν τελειώσει, όταν ο Άνταμ έριξε την ιδέα της αύξησης της παραγωγικότητας. |
λανσάρωverbe transitif (un produit, une marque) (καθομιλουμένη, ζαργκόν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise a lancé le nouveau modèle de voiture en octobre. |
ξεστομίζωverbe transitif (des paroles) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune garçon jeta une boule de neige sur son professeur. Το αγόρι πέταξε μια χιονόμπαλα στον δάσκαλό του. |
λέω κτ γρήγοραverbe transitif (dire rapidement) |
πετάω, ρίχνωverbe transitif (με κόπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate a jeté le vieux canapé dans la benne à ordures. Η Κέιτ πέταξε με κόπο τον παλιό καναπέ στον κάδο απορριμάτων. |
λανσάρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compagnie a lancé un nouveau médicament miracle. Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom jeta le caillou dans la fontaine. Ο Τομ έριξε την πέτρα στο συντριβάνι. |
ρίχνω, πετώ(à la main) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a lancé une balle à travers la fenêtre. |
ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andy lança (or: jeta) un bref regard en direction d'Helen. |
εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύωverbe transitif (accusation) (μεταφορικά: κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les collègues de Ray lancèrent (or: portèrent) de terribles accusations contre lui. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εκτόξευσαν ορισμένες φριχτές κατηγορίες εναντίον του. |
βάζω σε λειτουργία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai appuyé sur le démarreur, allumé le moteur et décollé dans un ciel bleu sans nuages. Πάτησα το κουμπί εκκίνησης, έβαλα σε λειτουργία τη μηχανή και απογειώθηκα στον καθαρό γαλανό ουρανό. |
ξεκινώ, αρχίζω(une réunion, un match,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le président a démarré la réunion. |
λέω περιφρονητικά(personne) |
κάνω, θέτω(une question) (ερώτηση, ερώτημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a soulevé une question sur les finances devant le conseil d'administration. |
διεξάγω(la guerre, campagne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce journal essaie de nuire à la réputation de cette célébrité en faisant une campagne de publicité négative. |
βάζω μπροστά, βάζω μπρος(un ordinateur) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Démarrez votre ordinateur et connectez-vous au réseau. Βάλε μπροστά τον υπολογιστή σου και συνδέσου στο δίκτυο. |
πετάω κτ σε κπ(un ballon, une balle,...) Steve a lancé les clefs à Janet pour qu'elle puisse déverrouiller la porte. |
πετάω κτ σε κπ(un ballon, une balle,...) Lance-moi cette serviette, veux-tu ? |
πετάω κτ σε κπ/κτ
Johnny s'est fait gronder pour avoir jeté un livre sur son frère. |
ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les passagers du train ne doivent pas jeter des ordures par la fenêtre. |
ζητάω(βοήθεια: από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a demandé son aide. Ζήτησε τη βοήθειά του. |
βομβαρδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ville a été régulièrement bombardée pendant la guerre. Η πόλη βομβαρδίστηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του πολέμου. |
καίω(με έντονη φλόγα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η φωτιά έκαιγε μέσα στο σκοτάδι. |
αναλαμβάνω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le gouvernement a entrepris de venir en aide à l'association humanitaire. Η κυβέρνηση ανέλαβε να βοηθήσει την οργάνωση στις προσπάθειες αρωγής. |
παρακλητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δισκοβολία(sport) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Même s'il est court sur pattes, quand il était au lycée il faisait du lancer du disque. |
μπαλιά με προσποίησηnom masculin (Cricket) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γραμμή του φάουλnom féminin (Basket-ball) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελεύθερη βολήnom masculin (Basket-ball) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σφυροβολίαnom masculin (sport) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σφαιροβολίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυτοέπαινος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θάβωlocution verbale (μεταφορικά, καθομ: κριτική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally n'a pas arrêté de lancer des piques à ses collègues et ça ne leur a pas plu. |
εξαπολύω επίθεσηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω έκκλησηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La star de cinéma a lancé un appel en faveur des victimes du tremblement de terre. |
ανοίγω τον δρόμοlocution verbale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le nouveau bar à yaourt glacé a lancé la machine en offrant gratuitement des yaourts toute la journée. |
στριφογυρίζω την μπαγκέταlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοιτάζω θυμωμένα(figuré) |
ξεκινώ, αρχίζω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω το γάντιlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοκορεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες(anglicisme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'équipe avait fait un brainstorming toute la journée, mais n'était parvenue à trouver une solution. |
παρεμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κοιτάζω απειλητικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jason lança un regard noir à son professeur de maths, sentant que l'algèbre était une torture. |
ξεκινάω, ξεκινώ(με χαρά, ενθουσιασμό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après avoir vu le mendiant, il s'est lancé dans un discours sur la pauvreté. |
εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δημοπρατώverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κυνηγάω, κυνηγώ(chasser) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les chiens ont pourchassé le lapin (or: ont pris le lapin en chasse). ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αστυνομία καταδίωξε τον δραπέτη. |
πετάω, πετώ, ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trevor a lancé un caillou sur l'arbre, mais a manqué sa cible. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Τρέβορ προσπάθησε να πετάξει μια πέτρα στο δέντρο, αλλά αστόχησε. |
ρίχνω, πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jacob a lancé la balle à Pippa. Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα. |
πετάω, πετώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κυνηγώ, επιδιώκω να αποκτήσωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police s'est lancée à la poursuite du cambrioleur et l'a attrapé dans le jardin de mon voisin. Η αστυνομία κυνήγησε τον διαρρήκτη και τον έπιασε στον κήπο της γειτόνισσάς μου. |
επιτίθεμαι λεκτικά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έκφραση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a eu une expression (or: manifestation) d'opinions retentissante dans le débat sur les combats d'animaux. |
παιχνίδι με σκοπό να πετύχουν οι παίκτες το στόχο με ένα πέταλοnom masculin (jeu d'adresse) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les hommes ont bu de la bière et joué au lancer de fer à cheval dans le jardin. |
πιάνω δουλειά σε κτ(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω μια ματιά, ρίχνω μια γρήγορη ματιά(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δοκιμάζω τα νερά(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lancer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του lancer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.