Τι σημαίνει το lance στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lance στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lance στο Γαλλικά.
Η λέξη lance στο Γαλλικά σημαίνει δόρυ, δόρυ, εν δράσει, στη σκηνή, ρίχνω, πετάω, εκτοξεύω, λανσάρω, παρουσιάζω, πάσα, βολή, ζαριά, ρίχνω, ρίχνω, ξεκινώ, αρχίζω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, ρίψη, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, κατεβάζω, κατεβάζω ιδέες, το να είναι κπ ρίπτης, το να είναι κπ πίτσερ, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, το να παίζει κπ ως ρίπτης, το να παίζει κπ ως πίτσερ, ρίχνω, παρουσιάζω, πετάω, πετάω, ρίχνω, βάζω σε λειτουργία, προωθώ, κίνηση, είμαι bowler, ρίχνω, πετάω, ριξιά, ρίψη, βολή, βολή, μπαλιά, ρίψη, βολή, ρίψη, καλάρισμα, μολάρισμα, ρίψη, ρίχνω, πλασάρω, εξαπολύω, πετάω, πετώ, ρίχνω, λανσάρω, ξεστομίζω, πετάω, πετώ, ρίχνω, λέω κτ γρήγορα, πετάω, ρίχνω, λανσάρω, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετώ, ρίχνω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω, βάζω σε λειτουργία, ξεκινώ, αρχίζω, λέω περιφρονητικά, κάνω, θέτω, διεξάγω, βάζω μπροστά, βάζω μπρος, κεντρίζω, απλά κάν' το!, σφεντόνα, φλογοβόλο, εκτοξευτής βλημάτων, εκτοξευτήρας πυραύλων, αντιαρματικό ρουκετοβόλο, σφεντόνα, αιχμή, trendsetter, μπαζούκας, ανεξάρτητος συγγραφέας, ανεξάρτητη συγγραφέας, εξέχουσα προσωπικότητα, εκτοξευτής χειροβομβίδων, ελεύθερος επαγγελματίας, πιστόλι φωτοβολίδων, μηχανοκίνητη τορπιλάκατος, πυροσβεστική μάνικα, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lance
δόρυnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La tribu utilisait des lances pour chasser les animaux. Η φυλή χρησιμοποιεί δόρατα για να κυνηγήσουν ζώα. |
δόρυnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les guerriers se servaient de lances et se tenaient à bonne distance de leurs cibles. Οι πολεμιστές χρησιμοποίησαν λόγχες και κρατήθηκαν μακριά από τους στόχους τους. |
εν δράσειparticipe passé (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Des plans ont été lancés pour s'atteler à la crise financière. |
στη σκηνήadjectif (personne) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) J'ai toujours le trac sur scène, mais une fois lancé je me sens mieux. |
ρίχνω, πετάω(un ballon, une balle,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dépêche-toi et lance la balle ! Βιάσου και ρίξε την μπάλα! |
εκτοξεύωverbe transitif (une fusée, un missile) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agence spatiale a lancé une nouvelle fusée dans l'espace à six heures du matin. Η διαστημική εταιρία εκτόξευσε άλλον έναν πύραυλο στο διάστημα στις 6 πμ. |
λανσάρω, παρουσιάζωverbe transitif (un produit, une campagne) (μάρκετινγκ: προϊόν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société lancera son nouveau produit mercredi. Η εταιρία θα λανσάρει (or: παρουσιάσει) το νέο της προϊόν την Τετάρτη. |
πάσα, βολήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son lancer était extraordinaire, et impossible à réceptionner pour l'adversaire. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η πάσα (or: βολή) ήταν καλή και πήγε κατευθείαν στον άλλον. |
ζαριάnom masculin (de dés) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'était un bon lancer, qui a rebondi contre le bord de la table. |
ρίχνωverbe transitif (un dé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est à ton tour de lancer. |
ρίχνωverbe transitif (des dés) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il souffle sur les dés avant de les lancer. |
ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont lancé l'expédition dans la jungle inexplorée. Ξεκίνησαν την αποστολή μέσα στην ανεξερεύνητη ζούγκλα. |
ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le commandant a donné ordre de lancer les torpilles sur le navire ennemi. Ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να ρίξουμε τις τορπίλες στο εχθρικό πλοίο. |
πετάω, ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a lancé la balle vers le but à trente mètres de distance. Πέταξε τη μπάλα προς την εστία από απόσταση τριάντα μέτρων. |
ρίψηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan a lancé violemment l'ordinateur brisé dans les escaliers. Ο Νταν εκσφενδόνισε θυμωμένα τον χαλασμένο υπολογιστή στις σκάλες. |
ρίχνω, πετάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατεβάζωverbe transitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατεβάζω ιδέεςverbe transitif (figuré : une idée) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το να είναι κπ ρίπτης, το να είναι κπ πίτσερnom masculin (Base-ball) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbe transitif |
το να παίζει κπ ως ρίπτης, το να παίζει κπ ως πίτσερnom masculin (Base-ball) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνωverbe transitif (Base-ball) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Au baseball, le lanceur lance la balle au batteur. |
παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise pense lancer sa nouvelle gamme de produits au printemps. Η εταιρεία σχεδιάζει να λανσάρει τη νέα γκάμα προϊόντων της την άνοιξη. |
πετάω(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'aime pas la façon dont il a lancé ces brèves excuses. Δεν μου άρεσε ο τρόπος που πέταξε μια γρήγορη συγγνώμη. |
πετάω, ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devon a lancé la balle au-dessus du marbre. Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα. |
βάζω σε λειτουργίαverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προωθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société a lancé sa nouvelle marque de dentifrice. Η εταιρία προώθησε την καινούρια μάρκα οδοντόπαστας. |
κίνησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un seul lancer envoya le chapeau voler dans le coin de la pièce. |
είμαι bowlerverbe intransitif (Cricket) (κρίκετ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Le capitaine a dit à Fred que c'était à son tour de lancer. Ο αρχηγός είπε στον Φρεντ ότι ήταν η σειρά του να είναι bowler. |
ρίχνω, πετάωverbe transitif (une idée) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Agnes a lancé l'idée de ne travailler que quatre jours par semaine et de fermer le bureau chaque vendredi, mais son chef n'a pas adhéré. |
ριξιάnom masculin (Pêche) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a attrapé un énorme poisson dès son premier lancer de ligne. |
ρίψη, βολήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le lancer du sportif était remarquable. |
βολή, μπαλιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est un beau lancer : je pense qu'on est bien parti pour un strike ! |
ρίψηnom masculin (Base-ball) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Au base-ball, un batteur peut faire face à trois lancers par tour de batte. |
βολή, ρίψηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le lancer de Linda n'est pas allé assez loin et la balle est tombée au sol. Η βολή της Λίντα δεν πήγε αρκετά μακριά και η μπάλα έπεσε στο έδαφος. |
καλάρισμα, μολάρισμαnom masculin (Pêche) (ζαργκόν: ψάρεμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le lancer de Jeff est celui des beaux jours. |
ρίψηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le mauvais lancer de Fred lui démit le dos alors qu'il chargeait le camion. |
ρίχνωverbe transitif (un dé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'est à ton tour. Lance les dés ! |
πλασάρωverbe transitif (Marketing) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les fabricants lancent généralement leurs produits dans des marchés cibles. Οι παραγωγοί συνήθως πλασάρουν το προϊόν τους σε συγκεκριμένες αγορές. |
εξαπολύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le général a lancé ses forces sur le camp ennemi. |
πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe a lancé la balle à Wendy. |
ρίχνωverbe transitif (figuré : dire [qch]) (μεταφορικά, καθομιλουμένη: ιδέα, πρόταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La réunion était presque terminée lorsqu'Adam a lancé une idée dans la discussion pour augmenter la productivité. Η συνάντηση είχε σχεδόν τελειώσει, όταν ο Άνταμ έριξε την ιδέα της αύξησης της παραγωγικότητας. |
λανσάρωverbe transitif (un produit, une marque) (καθομιλουμένη, ζαργκόν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'entreprise a lancé le nouveau modèle de voiture en octobre. |
ξεστομίζωverbe transitif (des paroles) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le jeune garçon jeta une boule de neige sur son professeur. Το αγόρι πέταξε μια χιονόμπαλα στον δάσκαλό του. |
λέω κτ γρήγοραverbe transitif (dire rapidement) |
πετάω, ρίχνωverbe transitif (με κόπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate a jeté le vieux canapé dans la benne à ordures. Η Κέιτ πέταξε με κόπο τον παλιό καναπέ στον κάδο απορριμάτων. |
λανσάρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compagnie a lancé un nouveau médicament miracle. Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom jeta le caillou dans la fontaine. Ο Τομ έριξε την πέτρα στο συντριβάνι. |
ρίχνω, πετώ(à la main) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a lancé une balle à travers la fenêtre. |
ρίχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andy lança (or: jeta) un bref regard en direction d'Helen. |
εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύωverbe transitif (accusation) (μεταφορικά: κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les collègues de Ray lancèrent (or: portèrent) de terribles accusations contre lui. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εκτόξευσαν ορισμένες φριχτές κατηγορίες εναντίον του. |
βάζω σε λειτουργία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai appuyé sur le démarreur, allumé le moteur et décollé dans un ciel bleu sans nuages. Πάτησα το κουμπί εκκίνησης, έβαλα σε λειτουργία τη μηχανή και απογειώθηκα στον καθαρό γαλανό ουρανό. |
ξεκινώ, αρχίζω(une réunion, un match,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le président a démarré la réunion. |
λέω περιφρονητικά(personne) |
κάνω, θέτω(une question) (ερώτηση, ερώτημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a soulevé une question sur les finances devant le conseil d'administration. |
διεξάγω(la guerre, campagne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce journal essaie de nuire à la réputation de cette célébrité en faisant une campagne de publicité négative. |
βάζω μπροστά, βάζω μπρος(un ordinateur) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Démarrez votre ordinateur et connectez-vous au réseau. Βάλε μπροστά τον υπολογιστή σου και συνδέσου στο δίκτυο. |
κεντρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chasseur a transpercé sa proie. Ο κυνηγός πέτυχε τη λεία του με το δόρυ. |
απλά κάν' το!
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne t’appesantis pas sur les conséquences et vas-y (or: lance-toi) ! Μην κωλυσιεργείς εξαιτίας των πιθανών συνεπειών, απλά κάν' το! |
σφεντόνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φλογοβόλοnom masculin invariable |
εκτοξευτής βλημάτωνnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εκτοξευτήρας πυραύλωνnom masculin invariable (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αντιαρματικό ρουκετοβόλοnom masculin invariable (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σφεντόνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Avec son lance-pierre, Olivia a lancé des pierres sur les oiseaux qui étaient dans son potager. Η Ολίβια έριχνε πέτρες με τη σφεντόνα της στα πουλιά στον λαχανόκηπό της. |
αιχμήnom masculin (δόρατος ή λόγχης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Plusieurs fers de lance et pièces de monnaie antiques furent retrouvés sur le site archéologique. |
trendsetter(καθομιλουμένη: μόδα) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μπαζούκαςnom masculin (εκτόξευση πυραύλων) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανεξάρτητος συγγραφέας, ανεξάρτητη συγγραφέας
Roger a engagé un rédacteur free-lance pour écrire quelques articles pour lui. |
εξέχουσα προσωπικότηταnom masculin Martin Luther King était l'un des fers de lance du mouvement pour les droits civiques. |
εκτοξευτής χειροβομβίδωνnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελεύθερος επαγγελματίαςnom masculin |
πιστόλι φωτοβολίδωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μηχανοκίνητη τορπιλάκατοςnom féminin (bateau) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πυροσβεστική μάνικαnom féminin |
nom féminin (arme longue et pointue) Les hommes utilisaient une lance pour chasser. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lance στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του lance
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.