Τι σημαίνει το legal στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης legal στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του legal στο πορτογαλικά.

Η λέξη legal στο πορτογαλικά σημαίνει νόμιμος, νομικός, νομικός, επιτρεπτός, εντάξει, έννομος, νόμιμος, ωραίος, ωραίος, τέλεια!, φανταστικά!, καλός, ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!, φοβερός, απίθανος, τέλειος, κουλ, Τέλεια! Απίθανα! Σούπερ!, νομότυπος, έννομος, σύννομος, εντάξει, νόμιμος, καλός, φίνος, σένιος, νόμιμος, τέλειος, φανταστικός, φοβερός, τα σπάω, τέλεια, φίνα, τζιτζί, που δεν είναι οφσάιντ, Τζάμι!, καλό μου ακούγεται, καλό μου φαίνεται, καλό ακούγεται, καλό φαίνεται, συγκατάθεση δικαστή, συμβόλαιο, νομική βοήθεια, εξουσιοδότηση, συμβόλαιο, δικαστική απόφαση, ετυμηγορία, κατάθεση, μαρτυρία, κηδεμονία, εξουσιοδότηση, δικονομία, εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, νομικό ζήτημα, αστική ευθύνη, νομική ευθύνη, νομικός ηθικός κώδικας, νομικές διαδικασίες, νομιμοποιώ, που δεν είναι οφσάιντ, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, τέλεια, άψογα, φοβερά, τρομερά, καταπληκτικά, καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, εξαίσιος, τέλεια!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης legal

νόμιμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
E legal dizer o que você gosta num espaço público.
Είναι νόμιμο να λες ό,τι σου αρέσει σε δημόσιο χώρο.

νομικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As políticas da empresa resultaram em algumas questões legais.
Οι πολιτικές της εταιρείας προκάλεσαν ορισμένα νομικά προβλήματα.

νομικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Amy trabalha como assistente legal numa firma de advocacia.
Η Έιμι εργάζεται ως βοηθός δικηγόρου σε μια νομική εταιρεία.

επιτρεπτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Aquela jogada não é legal neste jogo.
Αυτή η κίνηση δεν επιτρέπεται σε τούτο το παιχνίδι.

εντάξει

(coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você estacionou do outro lado da rua? Está legal!
Πάρκαρες στο απέναντι πεζοδρόμιο; Εντάξει.

έννομος, νόμιμος

adjetivo (de acordo com a lei)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ωραίος

(BR, gíria)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ωραίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέλεια!, φανταστικά!

(BRA)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você pode vir no sábado? Legal!
Θα μπορέσεις να έρθεις το Σάββατο; Τέλεια!

καλός

(informal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Phil é uma pessoa muito legal.
Ο Φιλ είναι ωραίος τύπος.

ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!

interjeição (coloquial) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você tem um carro novo? Legal!
Πήρες καινούριο αυτοκίνητο; Φίνα!

φοβερός, απίθανος, τέλειος

adjetivo (gíria) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Randall acabou de comprar um carro legal.

κουλ

adjetivo (gíria) (καθομιλουμένη)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Aquele cara acha que fica legal com aqueles óculos de design.

Τέλεια! Απίθανα! Σούπερ!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

νομότυπος, έννομος, σύννομος

adjetivo (ação: legal) (ενέργεια: νόμιμη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντάξει

adjetivo (EUA, Austrália, gíria)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νόμιμος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela tem o título lícito da propriedade.

καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A vida não tem sido bacana com ela. Olha, eu tenho sido bacana com você até agora, mas você precisar se esforçar mais.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το αφεντικό δεν της φέρθηκε καλά, παρά την αφοσίωση που έδειξε τόσα χρόνια.

φίνος, σένιος

(παλαιό, αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Larry contou uma história interessante na festa.
Ο Λάρυ διηγήθηκε μια φίνα ιστορία στο πάρτυ.

νόμιμος

adjetivo (conforme à lei)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέλειος, φανταστικός, φοβερός

adjetivo (gíria) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τα σπάω

(αργκό: συχνά γ' πρόσωπο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν υπάρχουν τα καινούρια παπούτσια!

τέλεια

(aceitar sugestão ou convite)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

φίνα, τζιτζί

(BRA, gíria) (παλαιό, αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Legal! Você comprou o novo jogo do Senhor dos Anéis!.
Τέλεια! Πήρες το καινούριο παιχνίδι του Άρχοντα των Δακτυλιδιών!

που δεν είναι οφσάιντ

locução adjetiva (esporte) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τζάμι!

interjeição (expressando satisfação) (αργκό: Τέλεια!)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

καλό μου ακούγεται, καλό μου φαίνεται, καλό ακούγεται, καλό φαίνεται

(BRA)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκατάθεση δικαστή

(direito) (νομικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στη δίκη υπήρξε συγκατάθεση του δικαστή για την ετυμηγορία της ποινής.

συμβόλαιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νομική βοήθεια

(serviços legais)

Este é um assunto complicado, então sugiro que você procure assistência legal.

εξουσιοδότηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συμβόλαιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δικαστική απόφαση, ετυμηγορία

(direito: julgamento)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατάθεση, μαρτυρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dr. Schwartz foi chamado a fornecer provas legais sobre os crimes do réu.

κηδεμονία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Αφότου σκοτώθηκε ο αδερφός της στο Ιράκ, η Σούζαν έκανε αίτηση για την κηδεμονία του ορφανού ανιψιού της. Η μητέρα του παιδιού δεν ήταν σε θέση να το φροντίσει επαρκώς και συνεπώς η κηδεμονία δόθηκε στον πατέρα.

εξουσιοδότηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δικονομία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

νομικό ζήτημα

(algo sujeito à interpretação legal)

αστική ευθύνη, νομική ευθύνη

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νομικός ηθικός κώδικας

(código moral para advogados)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νομικές διαδικασίες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νομιμοποιώ

locução verbal (legalizar, descriminalizar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που δεν είναι οφσάιντ

locução adverbial (esporte) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

(πωλήσεις)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
O pedido deve ser assinado pelo seu representante legal.

τέλεια, άψογα, φοβερά, τρομερά, καταπληκτικά

interjeição (gíria)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você vai de férias para Cancun? Que barato!
Θα πας διακοπές στο Κανκούν; Τέλεια!

καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, εξαίσιος

interjeição (maravilhoso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέλεια!

interjeição (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Conseguiu o emprego? Que legal!
Πήρες τη δουλειά; Πολύ ωραία!

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του legal στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.