Τι σημαίνει το hora στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης hora στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hora στο πορτογαλικά.

Η λέξη hora στο πορτογαλικά σημαίνει ώρα, ώρα, ώρα, ώρες λειτουργίας, ώρα, ώρα, ώρα, στιγμή, ώρα, χόρα, αμέσως, στη στιγμή, αυτοστιγμεί, άμεσα, ραντεβού, ανθρωποώρα, εργατοώρα, κιλοβατώρα, παρακοιμάμαι, δώδεκα η ώρα, αμπερώρα, κάθε ώρα, της ώρας, οποτεδήποτε, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα, για ώρες, λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα, οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, κάποια άλλη στιγμή, από την μία ώρα στην επόμενη, όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή, μέχρι την στιγμή, ως την ώρα, όταν θα πλησιάζει η ώρα, όταν θα πλησιάζει ο καιρός, σύντομα, ζήτημα ζωής και θανάτου, είναι ώρα, είναι καιρός, πάνω στην ώρα, όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, στις ακριβώς, καιρός είναι, υπερωρία, ώρα για ύπνο, ώρα φαγητού, ώρα για απογευματινό τσάι, ώρα φαγητού, ώρα έναρξης, βραδινό, δείπνο, η ώρα που κλείνει, τοπική ώρα, η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα, πρωινό, μισάωρο, σαχλαμάρισμα, χαζολόγημα, μίλι ανά ώρα, σύντομο δελτίο ειδήσεων, τέταρτο, μισή ώρα, ώρα για μεσημεριανό, ώρα του μεσημεριανού, ώρα αιχμής, ώρα για μπάνιο, ωρομίσθιο, χιλιόμετρα ανά ώρα, η ώρα της κρίσης, χρονοσήμανση, μία η ώρα, δολάρια την ώρα, μισή ώρα, τη στιγμή που, μέχρι τότε, πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω, ανακοινώνω το κλείσιμο, κάνω υπερωρίες, δουλεύω υπερωρίες, συνεχής, διαρκής, ασταμάτητος, αδιάκοπος, τελευταίος, κρίσιμος, καθοριστικός, ωριαία, ωριαίως, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, κάποια στιγμή στο παρελθόν, κάποτε, έγκαιρα, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, εκ των προτέρων, ώρα του βραδινού, βραδινό, δείπνο, η ώρα που κλείνουν οι παμπ, μέρα της κρίσης, ακατάλληλη χρονική στιγμή, υπερωρία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης hora

ώρα

substantivo feminino (intervalo de tempo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Leva duas horas e meia para dirigir até lá.
Παίρνει δυόμισι ώρες με αυτοκίνητο να πάει κανείς εκεί.

ώρα

substantivo feminino (tempo específico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A hora da morte foi declarada às 6:38 AM.
Ως ώρα θανάτου αναφέρθηκε η 6:30 πρωινή.

ώρα

substantivo feminino (do dia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A que horas você espera que ele chegue?
Τι ώρα τον περιμένεις να έρθει;

ώρες λειτουργίας

substantivo feminino (comercial)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
O horário comercial vai das 10 AM até as 9 PM.
Οι ώρες λειτουργίας του καταστήματος είναι από τις 10 πμ έως τις 9 μμ.

ώρα

substantivo feminino (figurado, momento)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
É hora da festa! Vamos colocar nossos sapatos de dança!
Είναι ώρα για πάρτι! Ας φορέσουμε τα παπούτσια του χορού!

ώρα

substantivo feminino (distância de viagem em 1h)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ώρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela normalmente passa sua hora de almoço na academia.
Συνήθως την ώρα του μεσημεριανού της είναι στο γυμναστήριο.

στιγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Onde ele estava naquele momento?

ώρα

(abrev. de)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χόρα

substantivo feminino (dança folclórica israelita) (παραδοσιακός χορός)

αμέσως, στη στιγμή, αυτοστιγμεί, άμεσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quando Beth viu o quanto o filho dela estava doente, ela ligou para o centro médico imediatamente.
Όταν η Μπεθ είδε πόσο άρρωστος ήταν ο γιος της, κάλεσε αμέσως το κέντρο υγείας.

ραντεβού

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tenho um compromisso no consultório médico às 10:00.
Έχω ραντεβού με τον γιατρό στις 10:00 π.μ.

ανθρωποώρα, εργατοώρα

substantivo masculino (medida de trabalho realizado em uma hora)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κιλοβατώρα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παρακοιμάμαι

(καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δώδεκα η ώρα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αμπερώρα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάθε ώρα

locução adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

της ώρας

(prato preparado na hora) (μεταφορικά: φαγητό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οποτεδήποτε

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele pode me ligar quando quer que seja (or: a qualquer hora). Eu não me importo.
Μπορεί να με πάρει τηλέφωνο όποτε να' ναι. Δε με πειράζει.

όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A velha casa parecia poder desmoronar a qualquer momento.

για ώρες

advérbio (continuamente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λιγότερο από μια ώρα, κάτω από μια ώρα

advérbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οποιαδήποτε ώρα, οποτεδήποτε

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι

locução adverbial (sempre que conveniente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάποια άλλη στιγμή

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από την μία ώρα στην επόμενη

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No devido tempo, deixaremos tudo isso para trás.

σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα

locução adverbial (sem atraso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε εκείνη την περίπτωση, τότε, εκείνη την χρονική στιμή

(naquela ocasião)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι την στιγμή, ως την ώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
É melhor você ter feito suas tarefas na hora que chegarmos em casa ou você vai ter problemas. O trâfego estava tão ruim que na hora que chegamos ao escritório eu estava 20 minutos atrasado.
Το καλό που σου θέλω να έχεις τελειώσει τις δουλειές σου μέχρι την ώρα που θα έρθω σπίτι, αλλιώς θα βρεις τον μπελά σου.

όταν θα πλησιάζει η ώρα, όταν θα πλησιάζει ο καιρός

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύντομα

(em um momento não especificado em um futuro próximo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ζήτημα ζωής και θανάτου

expressão (κρίσιμη κατάσταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είναι ώρα, είναι καιρός

expressão (urgência)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)

πάνω στην ώρα

expressão (quase atrasado)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι

expressão (μεταφορικά)

στις ακριβώς

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καιρός είναι

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Καιρός είναι να επιστρέψεις το βιβλίο μου!

υπερωρία

(trabalho: hora extra)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estou fazendo algumas horas extras esta semana, pois preciso de um dinheiro extra.

ώρα για ύπνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ώρα φαγητού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η ώρα του φαγητού στο ράντζο είναι στις έξι ακριβώς κάθε βράδυ.

ώρα για απογευματινό τσάι

(momento em que o chá é servido)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ώρα φαγητού

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ώρα έναρξης

(hora em que o espetáculo começa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βραδινό, δείπνο

substantivo feminino (μτφ: ως ώρα της ημέρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η ώρα που κλείνει

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοπική ώρα

substantivo feminino

η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα

(crença: meia-noite) (μεταφορικά: μεσάνυχτα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρωινό

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μισάωρο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Eu corri por uma boa meia hora. // Leva apenas meia hora para me arrumar de manhã.

σαχλαμάρισμα, χαζολόγημα

expressão (informal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Σταμάτα το χαζολόγημα και φάε το βραδινό σου!

μίλι ανά ώρα

(velocidade) (συνήθως πληθυντικός: μίλια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το όριο ταχύτητας στους Βρετανικούς αυτοκινητόδρομους είναι εβδομήντα μίλια ανά ώρα. Η αστυνομία με σταμάτησε γιατί πήγαινα με είκοσι μίλια ανά ώρα παραπάνω από το όριο ταχύτητας.

σύντομο δελτίο ειδήσεων

substantivo feminino plural

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τέταρτο

(15 minutos) (της ώρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μισή ώρα

substantivo feminino (30 minutos)

ώρα για μεσημεριανό, ώρα του μεσημεριανού

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Γιατί είστε όλοι τόσο σκυθρωποί; Σε λίγο είναι η ώρα για το μεσημεριανό!

ώρα αιχμής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
As ruas da cidade ficam um caos durante o horário de pico.
Οι δρόμοι της πόλης είναι χάος την ώρα αιχμής.

ώρα για μπάνιο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ωρομίσθιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χιλιόμετρα ανά ώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η ώρα της κρίσης

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χρονοσήμανση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μία η ώρα

expressão (da tarde)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δολάρια την ώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μισή ώρα

(período de meia hora)

τη στιγμή που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι τότε

(em um tempo passado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω

(informal, provocar alguém) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακοινώνω το κλείσιμο

expressão verbal (num pub: anunciar fechamento) (μπαρ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω υπερωρίες, δουλεύω υπερωρίες

expressão (trabalho)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεχής, διαρκής, ασταμάτητος, αδιάκοπος

(constante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A mãe do João está muito doente e precisa de acompanhamento noite e dia.
Η μητέρα του είναι πολύ άρρωστη και χρειάζεται συνεχή προσοχή.

τελευταίος

locução adverbial (figurado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρίσιμος, καθοριστικός

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ωριαία, ωριαίως

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι

locução adverbial (sem aviso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάποια στιγμή στο παρελθόν, κάποτε

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έγκαιρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O voo dele chegou na hora.
Η πτήση του έφτασε στην ώρα της.

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

(até um ponto especificado no passado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εκ των προτέρων

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ώρα του βραδινού

(hora da refeição da tarde)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βραδινό, δείπνο

substantivo feminino (μτφ: ως ώρα της ημέρας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η ώρα που κλείνουν οι παμπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέρα της κρίσης

expressão

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ακατάλληλη χρονική στιγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπερωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Espero que esteja recebendo por todas as horas extras que tem feito.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hora στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.