Τι σημαίνει το licensed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης licensed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του licensed στο Αγγλικά.

Η λέξη licensed στο Αγγλικά σημαίνει που έχει άδεια, που έχει ειδική άδεια, νόμιμος, που έχει άδεια να πουλά αλκοόλ, άδεια, άδεια οδήγησης, καλλιτεχνική ελευθερία, άδεια, αδειοδοτώ, αδειοδοτώ, δίνω άδεια, πνευματικά δικαιώματα, αρχιτέκτονας, γιατρός, επαγγελματίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης licensed

που έχει άδεια, που έχει ειδική άδεια

adjective (person: officially authorized)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You need to be a licensed truck driver for this job.

νόμιμος

adjective (for which [sb] has authorization)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The man carries a licensed pistol with him everywhere he goes.
Ο άντρας έχει μαζί του ένα νόμιμο όπλο όπου και αν πάει.

που έχει άδεια να πουλά αλκοόλ

adjective (bar, etc.: can serve alcohol)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you have a criminal record, you are forbidden from running a licenced premises.

άδεια

noun (permit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter had a license for his gun.
Ο Πήτερ είχε άδεια για το όπλο του.

άδεια οδήγησης

noun (driving permit)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Laura had her license revoked for driving drunk.
Της Λώρας της ανεκλήθη η άδεια οδήγησης για οδήγηση σε κατάσταση μέθης.

καλλιτεχνική ελευθερία

noun (figurative (artistic freedom)

The writer took some license with the story when he wrote the book.
Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε κάπως την καλλιτεχνική του ελευθερία όσον αφορά την ιστορία όταν έγραφε το βιβλίο.

άδεια

noun (permission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Erin was used to the license to do whatever she wanted while she was home alone.
Η Έριν ήταν συνηθισμένη να έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι ήθελε όταν έμενε σπίτι μόνη της.

αδειοδοτώ

transitive verb (grant permission)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The city licensed the street vendor.
Ο δήμος έδωσε άδεια στον μικροπωλητή.

αδειοδοτώ

verbal expression (grant permission) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The federal government licensed the oil company to dump toxic waste into the water supply.
Η πολιτειακή κυβέρνηση αδειοδότησε την πετρελαϊκή εταιρεία να αδειάσει τα τοξικά απόβλητα στον ταμιευτήρα.

δίνω άδεια

transitive verb (often passive (pub: allow to serve alcohol)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The state licensed the sale of alcohol on the premises.
Η πολιτεία έδωσε άδεια πώλησης αλκοόλ στις εγκαταστάσεις.

πνευματικά δικαιώματα

noun (copyright)

The company bought the license to the author's story.
Η εταιρεία αγόρασε τα πνευματικά δικαιώματα για την ιστορία του συγγραφέα.

αρχιτέκτονας

noun (qualified building designer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

γιατρός

noun (US (qualified doctor)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

επαγγελματίας

noun (officially qualified)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του licensed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.