Τι σημαίνει το lick στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lick στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lick στο Αγγλικά.

Η λέξη lick στο Αγγλικά σημαίνει γλείφω, γλείφω, γλείψιμο, σύντομη αυτοσχεδιαστική μουσική φράση, πέρασμα, ίχνος, ψήγμα, πλάκα λείξεως, χτύπημα, ταχύτητα, γλείφω, κάνω σκόνη, χτυπάω, χτυπώ, γλείφω, γλείφω κτ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lick

γλείφω

transitive verb (lap with tongue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog licked his owner's hand.
Ο σκύλος έγλειψε το χέρι του ιδιοκτήτη του.

γλείφω

(lap at [sth] with tongue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cat licked at the milk in the saucer.
Η γάτα έγλειψε το γάλα στο πιατάκι.

γλείψιμο

noun (lapping motion with tongue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom's disgusting dog soaked through Greg's shirt with one lick.
Ο απαίσιος σκύλος του Τομ μούσκεψε το πουκάμισο του Γκρεγκ με μια γλειψιά.

σύντομη αυτοσχεδιαστική μουσική φράση

noun (music: short phrase)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ben came up with an awesome lick on his guitar.

πέρασμα

noun (figurative, informal (light coat of paint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This door could do with a fresh lick of paint.
Αυτή η πόρτα χρειάζεται ένα φρέσκο πέρασμα μπογιάς.

ίχνος, ψήγμα

noun (figurative, informal (little bit of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul doesn't have a lick of sense.

πλάκα λείξεως

noun (salt lick) (για ζώα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The cows congregated around the lick in the corner when it was hot.

χτύπημα

noun (informal (hit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The boxer got a good lick in on his opponent's face.

ταχύτητα

noun (informal (speed)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The skier was going at quite a lick when he hit the tree.

γλείφω

(figurative (flames: come close) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The flames licked at Jo's face as she pulled the boy from the burning building.

κάνω σκόνη

transitive verb (slang, figurative (defeat) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate's soccer team licked the other team easily.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (beat, thrash)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The school bully licked Greg during recess.

γλείφω

transitive verb (figurative (flame, fire: burn) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The campfire flames licked the pieces of wood.

γλείφω κτ από κτ

(remove by licking)

Danny licked the frosting off his lip.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lick στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lick

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.